
Η διαφάνεια των λέξεων
20 Δεκεμβρίου 2025Οι λέξεις της χρονιάς
22 Δεκεμβρίου 2025Και πάλι περί τής ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ των λέξεων τής Ελληνικής
give – δίνω give in – ενδίδω
Μια ευγενής κυρία (δεν αναφέρω το όνομά της) μού έγραψε στην Ιστοσελίδα μου και (μαζί με τα ευγενικά και γενναιόδωρα λόγια της για το επιστημονικό έργο μου για τα οποία την ευχαριστώ) έθεσε καλόπιστα μια ερώτηση: «Όταν λέτε ότι μονοσύλλαβες λέξεις τής Αγγλικής όπως μεταξύ πολλών άλλων το ‘give’ δεν έχουν διαφάνεια, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο λ.χ. και για το αντίστοιχο ελληνικό ‘δίνω’;
Α) Ξεκαθαρίζω ότι ένα γλωσσικό χαρακτηριστικό όπως η «διαφάνεια», όπως την λέω, δεν έχει καμία σχέση με «έννοια υπεροχής» τής ελληνικής γλώσσας έναντι όλων των άλλων γλωσσών, αλλά με απλή «γλωσσική διαφοροποίηση», αφού οι γλωσσολόγοι δεν δεχόμαστε «ανώτερες και κατώτερες γλώσσες» (μια επικίνδυνη διάκριση).
Β) Απαντώ ότι η διαφάνεια είναι ένα έκγλυφο χαρακτηριστικό τής Ελληνικής που πηγάζει από την δομή της (ευκολία παραγωγής και σύνθεσης) και από την ιστορία της (διατήρηση ομορρίζων και ιστορική ορθογραφία).
Έτσι, ποιο Ελληνόπουλο των πρώτων τάξεων τού Γυμνασίου δεν αναγνωρίζει το ‘δίνω’ ως άλλη μορφή τού ‘δίδω’ που έχει μάθει και που εύκολα το συσχετίζει με ομόρριζες σημασιακά-ετυμολογικά συνδεόμενες λέξεις όπως ‘δώρο’, ‘δόση’, ‘δόσιμο’, ‘δότης’, ‘δοτός’, ‘δοτικός’. Βέβαια, αν παρακινηθεί να ανοίξει το Λεξικό μου των Παραγώγων και Συνθέτων στο λήμμα ‘δίνω’ θα εκπλαγεί με όσα θα βρει εκεί συγκεντρωμένα:
ΠΑΡΑΓΩΓΑ δεδο-μένος δό-ση δόσ-ιμο δό-της δο-τικός δοτικ-ή δοτικ-ότητα δο-τός
ΣΥΝΘΕΤΑ
δοσο-: δοσοληψία, δοσολογία, δοσομετρητής
-δίδω: αναδίδω, αποδίδω (βλ.λ. για παράγωγα και σύνθετα αυτής τής λέξης)), διαδίδω, εκδίδω (βλ.λ.), ενδίδω (βλ.λ.), επιδίδω (βλ.λ.), καταδίδω, μεταδίδω (βλ.λ.), παραδίδω (βλ.λ.), προδίδω (βλ.λ.), προσδίδω
-δίνω: ξαναδίνω, ξεδίνω, παραδίνω
-δοση: απόδοση, διάδοση, έκδοση, επίδοση, κατάδοση, μετάδοση, παράδοση, πρόσδοση
-δότης: αγγελιοδότης, αγροδότης, αιμοδότης, βηματοδότης, γνωμοδότης, δανειοδότης, δωρεοδότης, εγγυοδότης, εκδότης, εντολοδότης, εργοδότης, ζωοδότης, καταδότης, κληροδότης, μειοδότης, μεταδότης, μισθαποδότης, παντοδότης, παραγγελιοδότης, παραδότης, πλειοδότης (βλ.λ.), πληροφοριοδότης, προδότης, προικοδότης, πυροδότης, ρευματοδότης, σηματοδότης, σπερματοδότης, σπερμοδότης, τροφοδότης (βλ.λ.), φωτοδότης, χρηματοδότης, χρησμοδότης
-δοσία: αγγελιοδοσία, αγροδοσία, αιμοδοσία, ασυδοσία, δικαιοδοσία, εγγυοδοσία, εργοδοσία, κηροδοσία, κληροδοσία, ληψοδοσία, λογοδοσία, μειοδοσία, μισθαποδοσία, μισθοδοσία, ονοματοδοσία, ορκοδοσία, πλειοδοσία, προδοσία, προικοδοσία, σηματοδοσία, σταυροδοσία, τροφοδοσία, μισθοτροφοδοσία, χρησμοδοσία
-δόσιμος: αποδόσιμος, διαδόσιμος, εκδόσιμος, ενδόσιμος, μεταδόσιμος, παραδόσιμος
-δομα: ανάδομα, ανταπόδομα, επίδομα, ξέδομα
-δοτώ: αδειοδοτώ, γνωμοδοτώ, δανειοδοτώ, δικαιοδοτώ, εγγυοδοτώ, εξουσιοδοτώ, επιδοτώ, εργοδοτώ, ηλεκτροδοτώ, κληροδοτώ, λογοδοτώ, μειοδοτώ, μισθοδοτώ, μοριοδοτώ, νοηματοδοτώ, ονοματοδοτώ, ορκοδοτώ, πλειοδοτώ, πριμοδοτώ, προικοδοτώ, πυροδοτώ, σηματοδοτώ, συνταξιοδοτώ, τροφοδοτώ, υδροδοτώ | χρηματοδοτώ, αναχρηματοδοτώ, συγχρηματοδοτώ | χρησμοδοτώ
-δότημα: κληροδότημα, χρησμοδότημα
-δότητος: αδανειοδότητος, ακληροδότητος, αλογοδότητος, αμισθοδότητος, ανεξουσιοδότητος, απυροδότητος, ατροφοδότητος, αχρησμοδότητος
-δότηση: αδειοδότηση, γνωμοδότηση, δανειοδότηση, εξουσιοδότηση, επιδότηση, εργοδότηση, ηλεκτροδότηση, κληροδότηση, μοριοδότηση, νοηματοδότηση, πριμοδότηση, προικοδότηση, πυροδότηση, ρευματοδότηση, σηματοδότηση, συνταξιοδότηση | τροφοδότηση, ανατροφοδότηση | υδροδότηση | χρηματοδότηση, αναχρηματοδότηση, αυτοχρηματοδότηση, συγχρηματοδότηση, υποχρηματοδότηση |
-δοτος: αμετάδοτος, ευμετάδοτος, ανέκδοτος, ανένδοτος, ανεπίδοτος | απαράδοτος, πατροπαράδοτος, ετοιμοπαράδοτος | ασύδοτος, έκδοτος, ευένδοτος
-δοτικός: αγροδοτικός, αιμοδοτικός, αποδοτικός, γνωμοδοτικός, δανειοδοτικός, δικαιοδοτικός, εκδοτικός, ενδοτικός, επιδοτικός, εργοδοτικός, ηλεκτροδοτικός, μειοδοτικός, μισθοδοτικός, πιστοδοτικός, πλειοδοτικός, προδοτικός, πυροδοτικός, συνταξιοδοτικός, τροφοδοτικός, φοροδοτικός, χρηματοδοτικός, χρησμοδοτικός
-δοτο: ανέκδοτο, αντίδοτο
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ Για να προληφθούν ενδεχόμενες παρεξηγήσεις, σπεύδω να πω ότι οι σημασίες που όλος αυτός ο πλούτος των παραγώγων και συνθέτων τής Ελληνικής δηλώνει μπορούν να λεχθούν και στα Αγγλικά και σε άλλες γλώσσες με αυτοτελείς λέξεις ή και άλλους τρόπους. Δεν συνιστούν «μοναδικότητα» αλλά «δομική ευχέρεια» τής Ελληνικής λόγω τής ένταξής τους σε δομικά ενιαίο σύστημα.
give in – ενδίδω
Επίσης, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς πως προκειμένου για ρήματα ό,τι λέγεται με ένα ρήμα σύνθετο με πρόθεση στα Ελληνικά, π.χ. ‘εν-δίδω’, λέγεται στα Αγγλικά πάλι με πρόθεση που ακολουθεί το ρήμα αποτελώντας ΦΡΑΣΗ αντί μονολεκτικού τύπου, π.χ. ‘give in’. Σωστά, αλλά μια φράση δεν παράγει ούτε συνθέτει άλλες λέξεις, δεν δίνει παράγωγα και σύνθετα, όπως ένας ΜΟΝΟΛΕΚΤΙΚΟΣ τύπος. Έτσι, έναντι τού απλού ‘give in’, το ‘ενδίδω’ αποτελεί ενιαίο δομικό υποσύστημα παραγώγων και συνθέτων:
ΠΑΡΑΓΩΓΑ ενδο-τικός ενδοτικ-ότητα ενδοτ-ισμός ενδόσ-ιμος
ΣΥΝΘΕΤΑ ανένδοτος, ευένδοτος




