Κριτική μιας άκριτης και ά-χαρης κριτικής. ΤΑ ΝΕΑ, 23 Ιουλίου 2005 (για Γ. Χάρη)

Τρεις επιφυλλίδες αφιέρωσε ο κ. Γιάννης Χάρης (Τα Νέα 11/6 – 25/6 – 9/7) για να κρίνει τη Γραμματική μας (Χρ. Κλαίρη – Γ. Μπαμπινιώτη: Γραμματική τής Νέας Ελληνικής. Δομολειτουργική – Επικοινωνιακή, Αθήνα 2005, σελ. xxv+1.160, Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα»), κατορθώνοντας το ακατόρθωτο: να μην πει τίποτε που να έχει σχέση με την ουσία, την προσφορά και την πρωτοτυπία ενός επιστημονικού έργου, που η σύνταξή του από δύο έμπειρους πανεπιστημιακούς γλωσσολόγους πήρε 10 χρόνια και που η εκτίμηση των ειδικών και τού κόσμου το έφερε και το διατηρεί πρώτο στις προτιμήσεις τού αναγνωστικού κοινού. Ο αγαθός διορθωτής δοκιμίων κ. Χάρης αντί να χαρεί και να πανηγυρίσει που επιτέλους μια γραμματική, δηλαδή ένα επιστημονικό έργο για τη γλώσσα μας, γίνεται «ευπώλητο» (μπεστ-σέλερ), μέμφεται τους συγγραφείς μικρόψυχα, μίζερα, με προκλητική αφέλεια που πηγάζει από παχυλή άγνοια τής μεθόδου και των προβλημάτων τής γλωσσικής επιστήμης, με μιαν οίηση που αρύεται από το πουθενά (αυτοδίδακτος γαρ και εμπειροτέχνης περί την γλώσσαν ο ανήρ και άγευστος επιστήμης) και, κυρίως, με μια θρασύτητα που φθάνει να εγκαλέσει τον γράφοντα για «σφάλμα απαράδεκτο ακόμα και για πρωτοετή τής Γλωσσολογίας»! (Εννοεί ο αθεόφοβος τη χρήση τής ιστορικής-ετυμολογικής ορθογραφίας!).

      Έτσι, λοιπόν, ο κρίνων κ. Χάρης, ανυποψίαστος για το τι θα πει δομική και λειτουργική και επικοινωνιακή γραμματική, δηλαδή για την ουσία τού έργου που έχουμε συντάξει, μάς «διδάσκει» και μάς «νουθετεί» –ιδιαίτερα εμένα– για το τι είναι «ρυθμιστική γραμματική» (!), τι σημαίνει «πολυτυπία» στη γλώσσα (!), τι ορθογραφία πρέπει να ακολουθούμε (!), ποια είναι η σωστή αντιμετώπιση στην κλίση των ρημάτων (!), πως κλίνεται η λ. πρύτανης (είναι, βλέπετε, και πονηρούλης ο Χάρης), η λέξη μυς (τον πήρε τώρα κι αυτόν ο πόνος για την καθαρεύουσα) και η λέξη Σαπφώ (που συναποτελεί για τη γλωσσολογική οξύνοια τού κ. Χάρη «ένα σοβαρό ιδεογλωσσικό θέμα των ημερών»!). Αποτέλεσμα: ενώ εμείς έχουμε αναδιαρθρώσει πλήρως με καινοτόμες προτάσεις τη μορφολογία (κλίση – κατηγοριοποίηση) τού ονόματος και τού ρήματος, δηλαδή τού κορμού τού ελληνικού λόγου, ο κ. Χάρης, μες στην καλή χαρά, αδαής ως προς το πραγματικό νόημα, την ουσία και τις προεκτάσεις των γλωσσολογικών εννοιών που αναμασά, όχι μόνο δεν καταλαβαίνει τι κάνουμε, αλλά και παρανοώντας παραποιεί την ανάλυσή μας. Τον ενοχλεί λ.χ. ότι περιλαμβάνουμε τους παράλληλους γλωσσικούς τύπους (διτυπίες) στο γραμματικό σύστημα τής γλώσσας μας. Μονόχνωτος και μονοτυπικός ο ίδιος, προσκολλημένος στον έναν και μόνο γλωσσικό τύπο από εξουσιαστική νοοτροπία τού δήθεν γνωρίζοντος το μόνο σωστό στη γλώσσα, δεν συγχωρεί στον Έλληνα να λέει και στον γλωσσολόγο να περιγράφει ότι μπορούμε να πούμε «χιλιάδες παραδείγματα» αλλά και «χιλιάδες παραδειγμάτων», να χρησιμοποιεί δηλαδή στην επικοινωνία του ο Έλληνας την πολυτυπία που καθιέρωσε η ίδια η ιστορία και η δυναμική τής γλώσσας μας. 
      Για να γίνει κατανοητό πώς αντιλαμβάνεται ο κ. Χάρης την έννοια τής περιγραφικής γραμματικής και τής πολυτυπίας, ας σταθούμε στο (αμίμητο) παράδειγμα που δίνει ο κριτής τής Γραμματικής μας για τον παρατατικό τού ρήματος κάθομαι: Θα ήταν (πάντοτε κατά τον κ. Χάρη) εκαθόμουν, καθόμουν, καθόμουνα, κάθομουν, κάθομαν… «Τέτοια περίπου έπρεπε να είναι μια περιγραφική γραμματική τής Νέας Ελληνικής», αποφαίνεται βαθυστόχαστα ο αυτοδίδακτος «γλωσσολόγος» κ. Χάρης. Για να προσθέσει (το εξίσου αμίμητο, που λειτουργεί ως χαριστική βολή τής γλωσσολογικής εμβρίθειας τού κ. Χάρη): «ʼλλο τούς λείπει. Η γραμματική Όλης τής Ελληνικής. Ωραία, προσθέτουμε και το εκαθήμην». ʼνετος ο κ. Χάρης, χωρίς να έχει καταλάβει ότι, όταν λέμε «περιγραφική γραμματική», δεν αναφερόμαστε σε όλες τις πιθανές μορφές μιας γλώσσας (διαλέκτους, ιδιώματα, αργκό κ.τ.ό.) αλλά σε μια ακριβή περιγραφή τής «ιδιοσυγχρονίας» (όρος τού Ferd. De Saussure, ιδρυτή τής Μοντέρνας Γλωσσολογίας), δηλαδή εν προκειμένω τής ομοιογενούς συγχρονικής δομής τής Κοινής Νέας Ελληνικής (όχι και των ιδιωμάτων και των διαλέκτων, κ. Χάρη μου, ούτε βεβαίως τής αρχαίας, κ. Χάρη μου). Ούτε εκάθομουν (δεν χρησιμοποιείται η άτονη αύξηση στα ρήματα, το ξέρεις κ. Χάρη), ούτε κάθομουν (που το άκουσες αυτό ως τύπο τής σημερινής Κοινής;), ούτε κάθομαν (θεσσαλικές μνήμες, κ. Χάρη μου), ούτε βέβαια και εκαθήμην (είσαι και προβοκάτορας, κ. Χάρη…). Το θέμα, που άστοχα θίγει ο κ. Χάρης, το πραγματευόμαστε στη Γραμματική μας με περιγραφική μέθοδο και σεβασμό στη δυναμική εν εξελίξει πολυμορφία/πολυτυπία τής σύγχρονης Ελληνικής. Με την ίδια βαρύτητα και στον ίδιο πίνακα κλίσης δίνουμε τους τύπους ντυνόμουν και ντυνόμουνα (ως ντυνόμουν(α)), ντυνόσουν(α), ντυνόταν(ε), ντυνόμασταν/-όμαστε, ντυνόσασταν/-όσαστε, ντύν-ονταν/ντυνόντανε/ντυνόντουσαν. (Ο Τριανταφυλλίδης, μέσα στη δίνη τού γλωσσικού, μ’ ένα πνεύμα τότε εξ ανάγκης ρυθμιστικό, μιλάει για «κανονικούς τύπους» και τύπους –μη κανονικούς;– σε -μασταν, -σασταν). Εμείς γράφουμε: «Η διπλή γλωσσική παράδοση τής Ελληνικής και η μακρά εξέλιξή της συνετέλεσαν κυρίως στο να εμφανίζονται στο ρηματικό σύστημα δυναμικές μεταβολής ορισμένων ληκτικών μορφών, που παρουσιάζονται ως αλλόμορφα ή διτυπίες […] -όμουν /-όμουνα… Τα φωνηεντόληκτα αλλόμορφα (-όμουνα, -όσουνα, -ότανε) είναι αυτά που χρησιμοποιούνται περισσότερο στον προφορικό λόγο, ενώ τα συμφωνόληκτα (-όμουν, -όσουν, -όταν) χρησιμοποιούνται περισσότερο στον γραπτό. Τα φωνηεντόληκτα αλλόμορφα ανταποκρίνονται στη γενική φωνολογική τάση τής Νέας Ελληνικής προς ανοικτή («φωνηεντόληκτη) συλλαβή […], ενώ συγχρόνως εξυπηρετούν το γενικότερο φωνολογικό χαρακτηριστικό των παρελθοντικών χρόνων τής Ελληνικής, τον τονισμό στη γ΄ (από τού τέλους) συλλαβή (προπαραλήγουσα)» (σ. 518-521). Είναι φανερό ότι όχι μόνο περιγράφουμε επί ίσοις όροις την πολυτυπία τού παρατατικού (αποφεύγοντας τους ρυθμιστικούς όρους «κανονικός» – «μη κανονικός»), αλλά εξηγούμε και γιατί συμβαίνει αυτό, ώστε να προβληματίσουμε και να ευαισθητοποιήσουμε τον αναγνώστη, ιδίως τον «επαρκή αναγνώστη» που θέλει να μάθει το «γιατί». Φυσικά ο κ. Χάρης δεν έχει καταλάβει τίποτε απ’ όλα αυτά. Ίσως δεν τα διάβασε καν. Γιατί αν τα διάβασε, αν τα κατάλαβε κι όμως τα διαστρέφει, τότε η κριτική του υπηρετεί άλλες σκοπιμότητες. Απ’ όλο το ύφος του φαίνεται να συντηρεί ένα πνεύμα γλωσσοεμφυλιακό, που η ίδια η γλώσσα, η ελληνική κοινωνία και η εξέλιξη των πραγμάτων έχουν από καιρό ξεπεράσει. Η ξύλινη γλώσσα ενός παλαιομοδίτικου γλωσσικού εμφύλιου (με την «καραμέλα» τής ιδεολογίας να στηρίζει εμμονές και έμμονες τού κ. Χάρη και τού γλωσσικού μας παρελθόντος) τον οδηγεί σε θλιβερές ακρότητες, όπως όταν –με ελαφρά πηδηματάκια ανάμεσα στη Γραμματική μας και το Λεξικό μου, για να μπερδέψει τον αναγνώστη– προεξαγγέλλει ότι «θα επιχειρήσω να δείξω παρακάτω πως [η Γραμματική μας] μάλλον είναι η πιο ρυθμιστική από τις έως τώρα υπάρχουσες γραμματικές»! Και μετά τη βαρύγδουπη αυτή εξαγγελία, έτσι σκόρπια κι ασύνδετα –χωρίς λογική και γλωσσική συνοχή και συνέπεια– ξεχνάει αυτό που υποσχέθηκε «να δείξει» για τη ρυθμιστικότητα τής Γραμματικής μας και περνάει στο… Λεξικό! Δηλαδή άλλα αντ’ άλλων!
      Και ξαφνικά τού βγαίνουν τού κ. Χάρη η ανασφάλεια, η άγνοια και το ξεβόλεμα που έχει προκαλέσει στον κ. Χάρη-διορθωτή-επιμελητή εκδόσεων η επιστημονικά σωστή ορθογραφία των λέξεων (σύμφωνα με την ετυμολογία των λέξεων και το κριτήριο τής ιστορικής ορθογραφίας), αυτήν που έχω προτείνει και καθιερώσει στο Λεξικό μου. Ενοχλείται ο κ. Χάρης, ο φορμαλιστής και ορθογραφικά «βολεμένος» (ως διορθωτής), επειδή έχει μάθει ατυχώς να διορθώνει τα κείμενα των άλλων σύμφωνα με ορθογραφήσεις που είναι σήμερα ξεπερασμένες και που η επιστήμη τής (ιστορικής) γλωσσολογίας έχει από καιρό αναθεωρήσει. Σαν να είναι αθέμιτο να διορθώσει κανείς σε νεότερους χρόνους και με νεότερα διδάγματα ό,τι αποδεικνύεται λανθασμένο. Η δική του προσκόλληση («κόλλημα» το λένε οι νέοι) στο λάθος χαρακτηρίζεται ως δική μας «ρύθμιση» από τον κ. Χάρη! Με το να γράφουμε λίβελλος με δύο λ, επειδή είναι λέξη ήδη αρχαία ελληνική (μεταγενέστερη) μολονότι λατινικής προελεύσεως, ενοχλείται ο κ. Χάρης. Ενοχλείται και με το πλημύρα –με ένα μ– μολονότι, όπως εξηγώ στο Λεξικό μου, ο τύπος με ένα –μ– είναι ήδη αρχαίος και ετυμολογικά σωστός κ.ο.κ. Και ξεχνάει ότι πολλές από τις σημερινές ορθογραφήσεις λέξεων (από τον Τριανταφυλλίδη, τον Ανδριώτη, τον Χατζιδάκι κ.ά.) θεωρούνταν παλαιότερα εξίσου «ενοχλητικές» έως και «ορθογραφικά τέρατα»! Αλλά έτσι προχωρεί η επιστήμη, αναγνωρίζοντας και αναθεωρώντας τα λάθη, έντιμα και θαρραλέα. Όχι επιμένοντας πεισματικά –και μάλιστα ιδεολογικά!– σ’ αυτά. 
      Χαιρέκακα, τέλος, ο «πονηρός διορθωτής» κ. Χάρης κλείνει το μάτι στον αναγνώστη τής τρίτης επιφυλλίδας του, ρωτώντας δήθεν τον πρύτανη Μπαμπινιώτη «και πως κλίνεται η λέξη πρύτανης», κ. Μπαμπινιώτη; (Τον πιάσαμε τον πρύτανη, τρίβει τα χέρια του ο κ. Χάρης). Δεν βρίσκει τη λέξη στη Γραμματική. Κάνει ψυχαναλυτικές αναφορές εις βάρος μου για κρυπτοκαθαρευουσιανισμό! («Ίσως γιατί ο ίδιος ο Πρύτανης το φέρει χαραγμένο στην καρδιά και στο μυαλό του ακόμα σε -ις. Υπερβολές, θα πείτε, και όντως στάση ενδιάθετη εικάζω»!...). «Χονδροειδής παράλειψη», αναφωνεί. «Στην ίδια κατηγορία είναι και ο πρέσβης. Ανύπαρκτος κι αυτός», θριαμβολογεί. Και τώρα η αλήθεια: Ο κ. Χάρης συλλαμβάνεται να μην έχει διαβάσει από το βιβλίο που επιχειρεί να κρίνει ούτε καν τις σχετικές σελίδες. Έτσι δεν είδε ότι στη σελ. 24 γράφουμε: «Στα δικατάληκτα αρσενικά τού τύπου αποστολέας ανήκει και το ουσιαστικό πρέσβης (πρέσβης – πρέσβη/-εως – πρέσβεις – πρέσβεων)». Προφανώς κατά το πρέσβης κλίνεται και το πρύτανης. Στη Γραμματική δεν δίνουμε όλες τις λέξεις, είτε είναι ονόματα είτε ρήματα. Τέτοιες πληροφορίες βρίσκει κανείς σε κάθε επιστημονικά συντεταγμένο Λεξικό. Στο Λεξικό μου δίνονται πληροφορίες για την κλίση και τού πρύτανης και τού μυς και τού ηχώ. ʼρα το να μη συμπεριλάβω τέτοιες λέξεις στη Γραμματική είναι επιστημονική επιλογή –όχι «χονδροειδής παράλειψη». Γιατί αλλιώς, κ. Χάρη μου, θα έπρεπε να συμπεριλάβω και την κλίση όλων των τύπων όλων των ανώμαλων ρημάτων, πράγμα που επίσης κάνω στο Λεξικό μου αλλά όχι και στη Γραμματική μας. Διότι στη Γραμματική μάς ενδιαφέρει η γενικότερη λειτουργία τού γραμματικού συστήματος, πράγμα που κατεξοχήν διακρίνει τη συγκεκριμένη Γραμματική και την ξεχωρίζει μάλιστα από όλες τις άλλες. Με βάση λοιπόν τον πρύτανη, τους μυς και τη Σαπφώ ο (ευρύτατα άγνωστος ως γλωσσολόγος ή φιλόλογος ή επιστήμονας) κ. Χάρης απορρίπτει το πιο σύγχρονο και πρωτοποριακό έργο γραμματικής ανάλυσης τής γλώσσας μας δύο ειδικών γλωσσολόγων και των συνεργατών τους που περιλαμβάνει πλήθος ριζικών και καινοτόμων θέσεων ανάλυσης τής Νέας Ελληνικής. Απορρίπτει τη Γραμματική μας και ως περιγραφική και ως χρηστική! Με άλλα λόγια, ο γλωσσολογικά απαίδευτος κ. Χάρης απορρίπτει –μετά βδελυγμίας, όπως φαίνεται από όλο το επιτιμητικά ακκιζόμενο υφάκι του– μια επιστημονική Γραμματική, που αναγνωρίζεται ευρύτερα από ειδικούς και γνώστες τής Γλωσσολογίας ως σημαντικό απόκτημα, κατάκτηση και συμβολή στην επιστημονική ανάλυση τής γλώσσας μας, κυρίως δε ως πρόταση τής ελληνικής γλωσσικής επιστήμης για το πώς πρέπει να γράφεται σήμερα μια γραμματική οποιασδήποτε γλώσσας.
      Ο κ. Χάρης συνέλαβε ακόμη τη φαεινή κοινωνιολογική ιδέα ότι ορισμένα βιβλία, ακόμη και επιστημονικά έργα όπως το Λεξικό μου και τώρα η Γραμματική μας, γίνονται «σημαία»! Ο κ. Χάρης δηλαδή δίνει «μια μούτζα» (χρησιμοποιώ δική του έκφραση) σε όσους Έλληνες, και είναι πολλές χιλιάδες, παίρνουν το Λεξικό ή τη Γραμματική, επειδή τάχα έτσι, κατά τον κ. Χάρη, ταυτίζονται απλώς με τις γλωσσικές απόψεις τού συγγραφέα. Τα βιβλία γι’ αυτούς –τους δεύτερης κατηγορίας Έλληνες σε σχέση με τη διάχυτη πνευματικότητα τού κ. Χάρη– λειτουργούν ως… σημαίες, σύμφωνα με μια ποδοσφαιρική σύλληψη τού βιβλίου και μια αντίληψη των αναγνωστών ως οπαδών με σημαίες και σημαιάκια! Τόσο άχαρα και αχάριστα για πνευματικά σκεπτόμενο άνθρωπο ο κ. Χάρης, με τέτοια απύθμενη θρασύτητα, προσβάλλει τις χιλιάδες των συμπατριωτών του που χρησιμοποιούν το Λεξικό και τη Γραμματική μας. Αντί να λέει «μπράβο» που τόσοι Έλληνες προσφεύγουν, αγοράζουν και συμβουλεύονται Λεξικά και Γραμματικές. Τα ψυχολογικά πλέγματα δηλ τού κ. Χάρη ως αγνώστου Χ. τον οδηγούν να μιλάει απαξιωτικά για επιστημονικά έργα που με μόνο κριτήριο την αξία, την εγκυρότητα και τη βοήθεια που προσφέρουν έχουν κατακτήσει την εκτίμηση τού κόσμου. Φτύνει κατάμουτρα –ποιος;– τους τόσους Έλληνες που καταφεύγουν ή τους γράφοντες που παραπέμπουν καθημερινά στο Λεξικό μου. Όμως, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, το πρόβλημα δεν είναι τα επιστημονικά έργα που γίνονται –κατά Χάρην– σημαίες: Το πρόβλημα είναι ότι επιστημονικά αμαθείς και γλωσσολογικά ακατάρτιστοι επιφυλλιδογράφοι όπως ο κ. Χάρης αυτοαναγορεύονται σε κριτές επιστημονικών έργων τής γλώσσας, για τα οποία δεν έχουν ούτε τις στοιχειώδεις ειδικές γνώσεις ούτε τον απαραίτητο επιστημονικό οπλισμό ούτε καν τα γλωσσικά κότσια για να τα αξιολογήσουν. Αυτό είναι το ανησυχητικό και το επικίνδυνο. Διότι τέτοια άτομα, με την ημιμάθεια και τον εμπειρισμό τους, από ιδεοληψία και αδυναμία συλλήψεως τού ουσιώδους, παραπληροφορούν τον αναγνώστη και αναπαράγουν δημόσια την προσωπική τους μιζέρια. Αντί να ενθαρρύνουν, ψέγουν. Αντί να αναγνωρίζουν, απαξιώνουν. Αντί να προτείνουν κάτι θετικό, ρίχνουν λάσπη. Κι όταν μάλιστα συμβαίνει να ψωμίζεται κανείς καθημερινώς από το Λεξικό μου και τη Γραμματική μας, ως επαγγελματίας διορθωτής κειμένων όπως ο κ. Χάρης, τότε απλώς –όπως λέει ο λαός– φτύνει εκεί που τρώει…
      Ο αναγνώστης αυτών των γραμμών είμαι βέβαιος ότι θα κατανοήσει την πικρία και την αγανάκτηση που αισθάνεται ένας άνθρωπος που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην επιστήμη τής γλώσσας και που είναι παρά ταύτα έτοιμος να αναγνωρίσει παραλείψεις και αστοχήματα τα οποία τυχόν θα τού υποδειχθούν καλόπιστα, όταν αντιμετωπίζεται σκαιά, απαξιωτικά και μειωτικά από εμπαθείς και ανερμάτιστους κριτές, άμοιρους των σύνθετων, λεπτών και ευαίσθητων μηχανισμών τής γλώσσας και των ειδικών μεθοδολογικών θεμάτων τής γλωσσικής επιστήμης. Με παρηγορεί η σκέψη ότι η Γραμματική, όπως συνέβη και με το Λεξικό μου, θα οδηγήσει τελικά στη λήθη και στην περιφρόνηση τέτοιες θλιβερές παραφωνίες. 


 

Εκτύπωση Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο