Η λέξη ως λήμμα λεξικού
18 Σεπτεμβρίου 2025Όχι απόστροφο στο εξ, όχι εξ’
29 Σεπτεμβρίου 2025Τώρα και ηλεκτρονικά!
Είμαι λάτρης τού ΒΙΒΛΙΟΥ. Το σέβομαι, το βιώνω, το απολαμβάνω. Ωστόσο, χρησιμοποιώ κι εγώ τα τεχνολογικά μέσα.Έχω ό,τι με διευκολύνει και στο ΚΙΝΗΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ μου. Αυτό ισχύει τώρα και για το ΛΕΞΙΚΟ μου ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ σε νέα βελτιωμένη εφαρμογή για SMARTPHONES & TABLETS
ΠΡΟΣΟΧΗ Δεν ξέρεις την σημασία λέξεων όπως λ.χ. εργώδης ή ρέκτης. Βρίσκεις στο Λεξικό αυτό τις σημασίες με παραδείγματα χρήσεως.
Η πληροφορία που παράκειται στο λήμμα, πχ. Ε16 ή Ο12, αν πατήσεις επάνω σε στέλνει στο πρότυπο κατά το οποίο κλίνεται η λέξη.
Αν γράφει πάνω από το λήμμα την λέξη ΣΧΟΛΙΟ, πατάς και σου φέρνει το σχόλιο που υπάρχει για την λέξη.
ΔΕΙΓΜΑΤΑ
εργώδης (ἐργώδης) Ε16 (λόγ.) κοπιώδης, επίπονος: ~ προσπάθεια / προετοιμασία. ― εργωδώς (-ῶς) επίρρ.
ρέκτης Ο12 (λόγ.) ο δημιουργικά δραστήριος: ~, μεταρρυθμιστής και καινοτόμος της πολιτικής ζωής.
ΣΧΟΛΙΟ_ρέκτης: ετυμολογία. Το ελληνιστικό ουσ. ῥέκτης προέρχεται από το αρχ. ρ. ῥέζω «πράττω, δρω, ενεργώ», το οποίο ανάγεται σε θέμα που απαντά στη λ. έργο (βλ.λ.).
έργο (ἔργο) Ο25 1 (α) δραστηριότητα με συγκεκριμένο σκοπό και το αποτέλεσμά της: δύσκολο / φιλόδοξο / κοπιαστικό ~ || κάθε κυβέρνηση κρίνεται από το ~ της || συνεχίζω / ολοκληρώνω το ~ κάποιου || αφήνω πίσω μου σπουδαίο ~ || (στον πληθ.) χρειαζόμαστε έργα, όχι λόγια || καταναγκαστικά ~ (σε φυλακή)· ΦΡ. επί το έργον (i) (όταν κάποιος ξεκινά διατεταγμένο έργο) ας αναλάβουμε δράση (ii) για έργο που βρίσκεται σε εξέλιξη: ο προϊστάμενος βρήκε τους υπαλλήλους ~ (β) η αποστολή ή η αρμοδιότητα κάποιου: το ~ του τροχονόμου / του γιατρού· ΦΡ. (α) έργα και ημέρες για τη γεμάτη περιπέτειες και δράση ζωή (κάποιου) ΣΥΝ. βίος και πολιτεία (β) είναι / θα ήταν ευχής έργο(ν) για να δηλώσουμε ότι θα ήταν καλό να γίνει κάτι 2 (α) κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα: ~ τέχνης (β) (ειδικότ.) η κινηματογραφική ή θεατρική δημιουργία: τι ~ έχει απόψε η τηλεόραση; 3 έργα οι κατασκευαστικές εργασίες που καλύπτουν ανάγκες δημόσιας ωφέλειας: τα ~ του μετρό || τα μεγάλα ~ (σημαντικά έργα υποδομής) 4 ΦΥΣ. έργο δύναμης η ενέργεια που μεταβιβάζεται ή αλλάζει μορφή μέσω της δύναμης και η οποία ισούται με το γινόμενο της δύναμης επί τη μετατόπισή της κατά τη διεύθυνσή της. ― (υποκ.) εργάκι Ο32, (μεγεθ.) εργάρα Ο4 (σημ. 2β). ☛ αυτουργός.
ΣΧΟΛΙΟ_έργο: ομόρριζα. Σημαντική λέξη της Ελληνικής, η οποία συνδέεται ετυμολογικά με τις λ. εργάτης, εργάζομαι (εργασία, εργαστήριο), εργαλείο, εργώδης «καταπονητικός», όργανο (οργανώνω, οργανισμός), ρέκτης «δραστήριος, ενεργητικός» (βλ.λ.), όργιο (βλ.λ.) κ.ά.
διαφεύγω Ρ41α {κ. (λόγ.) διαφυγών Μ2, διέφευγα, διέφυγα, να/θα διαφύγω} 1 (α) απομακρύνομαι εντέχνως, χωρίς να γίνω αντιληπτός: οι ληστές διέφυγαν στο εξωτερικό (β) καταφέρνω να αποφύγω κάτι αρνητικό: ~ τη σύλληψη / τον θάνατο· ΦΡ. διαφεύγω την προσοχή (κάποιου) δεν γίνομαι αντιληπτός από κάποιον 2 (για υγρό / αέριο κλεισμένο κάπου) διαρρέω, διαχέομαι: διέφυγε ραδιενέργεια 3 (+ γεν. προσ. αντων.) (α) (κάτι) δεν γίνεται αντιληπτό: μου διέφυγε μία λεπτομέρεια ΣΥΝ. ξεφεύγω (β) ξεχνώ: μου διαφεύγει το όνομά του. ☛ φεύγω.
ΣΧΟΛΙΟ_διαφεύγω + αιτιατική. Η ορθή σύνταξη του ρ. διαφεύγω (ήδη στην αρχαία γλώσσα) είναι με αιτιατική (Διέφυγε την προσοχή μου – Ο ασθενής θα διαφύγει τον κίνδυνο – Δεν θα διαφύγετε τις συνέπειες των πράξεών σας) και όχι με γενική πτώση (*διαφεύγω της προσοχής…). Ομοίως συντάσσεται και το συνώνυμο διαλανθάνω (Το γεγονός διέλαθε την προσοχή μου).
οπτικός (ὀπτικός) Ε1 1 (α) αυτός που σχετίζεται με την όραση: ~ σήμα / νεύρο || ο πιλότος δεν είχε ~ επαφή με το εχθρικό αεροσκάφος (β) (μτφ.) οπτική γωνία ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει κανείς τα πράγματα (γ) οπτικό πεδίο βλ. λ. πεδίο 2 ΤΕΧΝΟΛ. οπτική ίνα γυάλινη ή πλαστική ίνα που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση οπτικού σήματος 3 ΠΛΗΡΟΦ. (α) οπτική αναγνώριση χαρακτήρων (ΟCR) δυνατότητα ενός υπολογιστή να αναγνωρίζει, με τη χρήση κατάλληλου υλικού (σαρωτή) και λογισμικού, χαρακτήρες χειρογράφου ή τυπωμένου κειμένου (β) οπτικός δίσκος ο ψηφιακός δίσκος (βλ. λ. δίσκος) 4 (ως ουσ. Ο54) (α) ειδικός που κατασκευάζει ή/και πουλά γυαλιά οράσεως (β) οπτικά Ο24 είδη σχετικά με την όραση (γυαλιά, φακοί κ.λπ.): κατάστημα οπτικών 5 ΒΙΟΛ. οπτική θηλή το σημείο του αμφιβληστροειδούς που δεν ανταποκρίνεται στο φως (τυφλό σημείο) και από το οποίο ξεκινάει το οπτικό νεύρο. ― οπτικ-ά / -ώς (-ῶς) επίρρ.
ΣΧΟΛΙΟ_οπτικός: ομόρριζα – σύνθετα. Το αρχ. επίθ. ὀπτικός βασίζεται σε θέμα ὀπ-, το οποίο συνδυάζει τις σημασίες «όραση – μάτι» και απαντά επίσης στις λ. ὀπ-ή (αρχικώς «όραση»), ὄμ-μα (υποκοριστικό ὀμμάτ-ιον > μάτι), ὄψ-ις (-η) (από όπου το β΄ συνθετικό -οψία, αυτ-οψία, νεκρ-οψία), ὀφθ-αλμός, ὀπτ-ασία, αὐτ-όπ-της κ.ά. Από τον αρχ. παρακείμενο ὄπ-ωπ-α «έχω δει», ο οποίος ανήκει στην ίδια ετυμολογική οικογένεια, έχουν σχηματιστεί διάφορα σύνθετα, όπως οι λ. ἐν-ώπ-ιος, ἐν-ώπ-ιον, καθώς και το β΄ συνθετικό -ωπός «αυτός που φαίνεται ή μοιάζει με κάτι, που έχει συγκεκριμένο χαρακτηριστικό» (π.χ. χαρ-ωπός, σκυθρ-ωπός, αρρεν-ωπός, πρασιν-ωπός, μελαν-ωπός, πβ. κ. διπλ-ωπία, μυ-ωπία).