
“Babiniotis speaking !”
15 Σεπτεμβρίου 2025
Λεξικό στο κινητό
23 Σεπτεμβρίου 2025Συνεχίζω τις απόψεις μου για τις λέξεις, το υλικό τής γλώσσας και τής σκέψης.
λήμμα (το) {λήμμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. (α) κάθε λέξη που περιλαμβάνεται και σχολιάζεται μέσα σε ένα λεξικό· εμφανίζεται με τον βασικό της τύπο (ονομαστική ενικού για ουσιαστικά, α΄ πρόσ. ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστ. για ρήματα κ.ο.κ.) και εξαίρεται συνήθως με έντονα (μαύρα) γράμματα: ο πλούτος των ~ ενός λεξικού (β) το σύνολο των πληροφοριών που δίνονται για μία λέξη σε λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια: τη φράση «ανοιχτό μυαλό» θα τη βρεις στο ~ «ανοιχτός» || πλήρες / πενιχρό / σύντομο / εκτενές ~ • 2. ΜΑΘ.-ΦΙΛΟΣ. η αποδεδειγμένη πρόταση που χρησιμοποιείται για την απόδειξη μιας άλλης (θεωρήματος).
ETYM. < αρχ. λῆμμα < *λῆβ-μα, μεταπτωτ. βαθμίδα τού θ. που απαντά στο ρ. λαμβάνω.
ΣΗΜΑΣ. αρχική σημ. «οτιδήποτε λαμβάνεται ή κερδίζεται» (πβ. Ισοκρ. Περὶ ἀντιδόσ. 152: τῶν δὲ λημμάτων τῶν παρὰ τῆς πόλεως ἀπεσχόμην)∙ αρχ. σημ. «πρόταση που λαμβάνεται ως αληθής, επιχείρημα» (πβ. Αριστ. Τοπ. 101a: ἀλλ’ ἐκ τῶν οἰκείων μὲν τῇ ἐπιστήμῃ λημμάτων οὐκ ἀληθῶν δὲ τὸν συλλογισμὸν ποιεῖται) � ελνστ. σημ. «τίτλος ή θέμα επιγράμματος»∙ σύγχρ. σημ. «λέξη που καταχωρίζεται και αναλύεται σε λεξικό» (σημασιολ. δάνειο από το ελληνογενές αγγλ. lemma).
ΣΥΝΘ. λημματο-: λημματο-γράφηση, λημματο-γραφώ, λημματο-λόγηση, λημματο-λογώ, λημματο-λόγιο, λημματο-ποίηση (απόδ. ξένου όρου, πβ. αγγλ. κ. γαλλ. lemmatisation), λημματο-ποιώ (απόδ. ξένου όρου, πβ. αγγλ. lemmatise, γαλλ. lemmatiser) κ.ά.




