Ενότητα και διαφοροποίηση στις γλώσσες
18 Ιουνίου 2025Τέτοιες λεπτές διαφορές πρέπει να ενδιαφέρουν τους πιο “προσεκτικούς”, πιο “ευαίσθητους” και “πολύ απαιτητικούς” ομιλητές τής ελληνικής γλώσσας.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ
ετερόκλιτος ή ετερόκλητος;
Η γραφή ετερόκλητος (με -η-) οφείλεται στη λανθασμένη εντύπωση ότι το β΄ συνθετικό τής λέξεως προέρχεται από το ρήμα καλώ (πβ. κ. κλητός – καλώ, παράκλητος – παρακαλώ). Εντούτοις, πρόκειται στην πραγματικότητα για το επίθετο ετερόκλιτος (με -ι-, ήδη ελληνιστικό), τού οποίου το β΄ συνθετικό προέρχεται από το ρήμα κλίνω (πβ. κ. κλιτός – κλίνω).
Παρατήρηση: Το επίθετο ετερόκλιτος σήμαινε αρχικά «διαφορετικής κλίσεως, ανώμαλος» και με βάση αυτό σχηματίστηκε ο λόγιος γαλλικός όρος hétéroclite, που έφτασε να σημαίνει «ανομοιογενής». Με αυτή τη σημασία η λέξη επανενεργοποιήθηκε στη Νέα Ελληνική και, επομένως, εξακολουθεί να γράφεται με -ι-
φυσικοθεραπεία ή φυσιοθεραπεία;
Η λέξη εμφανίστηκε πρώτα στην Ελληνική με τον τύπο φυσιοθεραπεία, καθώς επρόκειτο για ελληνογενή ξένο όρο σχηματισμένο σε άλλες γλώσσες (γαλλ. physiothérapie, αγγλ. physiotherapy) από ελληνικά συστατικά στοιχεία. Εντούτοις, η σύνθεση τού όρου από τις λέξεις φύσις, θεραπεία άρχισε να δίνει την εντύπωση ότι οδηγεί στη σημασία «θεραπεία τής φύσεως», όπως συμβαίνει και με άλλα σύνθετα παρόμοιου σχηματισμού (π.χ. φυσιο-λατρία, φυσιο-λογία, φυσιο-δίφης). Ο παράλληλος ελληνογενής τύπος φυσικοθεραπεία (πβ. αγγλ. physical therapy) αποδίδει καλύτερα και, ως εκ τούτου, ορθότερα τη σημασία τής χρήσης φυσικών θεραπευτικών μεθόδων, καθώς είναι σύνθετος από τις λέξεις φυσικός, θεραπεία.
άραγε = άρα;
H σημασία τού άραγε ως καθαρώς ερωτηματικού στοιχείου είναι σαφής και, επομένως, η χρήση του ως συμπερασματικού αντί τού άρα είναι εσφαλμένη. Tο άραγε δεν σημαίνει άρα και χρήσεις όπως «Tο ταξίδι κρατάει μόνο δύο ώρες, άραγε θα έχει φθάσει ήδη εκεί» δεν είναι σωστές. Tο άραγε χρησιμοποιείται στη N. Eλληνική μόνο για ερωτήσεις «ολικής αγνοίας» (ερωτήσεις που απαντώνται με «ναι» ή «όχι»): Άραγε πέτυχε στις εξετάσεις του; (απάντηση) Nαι, πέτυχε – Όχι, δεν πέτυχε.