Διδασκαλία τής γλώσσας μέσα από το λεξικό
1 Σεπτεμβρίου 2025Το ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ μου: χάρμα γνώσης και ανάγνωσης.
Η γλωσσική επιστήμη αποκαλύπτει και αναδεικνύει τα “μυστικά” τής προέλευσης και ιστορίας των λέξεων τής γλώσσας μας.
Παραδείγματα
ΤΟ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
π.χ. πάγος: αρχ. < θ. παγ-, που ανάγεται σε Ι.Ε. *pag- / *pak- «στερεώνω, δένω, σταθεροποιώ» || λατ. pa-n-gō «πήζω, στερεώνω», com-pactus «συμπαγής» (> γαλλ. compact), pagina «κληματαριά» → «στήλη γραφής» → «σελίδα» (> γαλλ. page, ισπ. página, πβ. κ. αγγλ. page), pactum «συνθήκη (δηλ. εδραιωμένη συμφωνία)», pax, -cis «συνθήκη ειρήνης – ειρήνη» (> γαλλ. paix, ισπ. paz, ιταλ. pace, πβ. κ. αγγλ. peace), αρχ. γερμ. *fanh-a- «πιάνω, παγιδεύω» (> γερμ. fangen, ολλ. vangen, σουηδ. få) || αρχ. ἅ-παξ (βλ.λ.), ρ. πήγ-νυ-μι «εμπήγω, πήζω» (βλ.λ. πήζω), παγ-ίς (-ίδα), πάσσαλος (< *πακ-y-αλος, βλ.λ.), πάχ-νη, πάγ-ιος.
π.χ. περνώ: < μεσν. περνῶ, μεταπλ. τύπος τού αρχ. περῶ (-άω) (ίδια σημ., < πέρα, βλ.λ.), με βάση το θ. τού αορ. ἐ-πέρασ-α κατά το σχήμα γυρίζω – γύρισα – γυρνώ (πβ. κέρασα – κερνώ, γέρασα – γερνώ, ξέρασα – ξερνώ). Σημαντικά παράγωγα αποτελούν οι λ. (αρχ.) πέρα-σις και (μεσν.) πέρασ-μα (βλ.λ.).
π.χ. ρόπαλο: < αρχ. ῥόπαλον [ήδη ομηρικό] < θ. ῥοπ- (με επίθημα -αλο-, πβ. κ. αρχ. κρότ-αλον, πέτ- αλον), μεταπτωτ. βαθμίδα τού θ. που απαντά στο ρ. ῥέπω (βλ.λ.).
ΤΟ ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
π.χ. πρόσωπο: Εκτός από την αρχική κοινή σημ. «εμπρός μέρος τού κεφαλιού, όψη», η λ. απέκτησε κατά την αρχαιότητα τη σημ. «προσωπείο, προσωπίδα» και δήλωνε τους προσωπιδοφόρους ηθοποιούς ή κωμαστές (πβ. Δημοσθ. Περὶ παραπρ. 287.8: ὃς ἐν ταῖς πομπαῖς ἄνευ τοῦ προσώπου κωμάζει). Ως εκ τούτου, κατά την ελληνιστική εποχή η λ. αναφερόταν επίσης στους χαρακτήρες θεατρικών ή λογοτεχνι¬κών έργων (πβ. Πολυβ. Ἱστ. 8.11.5: οὐδεὶς ἂν ἐπέσχε σὺν καιρῷ ποιήσασθαι μετάβασιν ἐπὶ τὸ τῆς Ἑλλάδος ὄνομα καὶ πρόσωπον) και κατέληξε στη σημ. «άνθρωπος, άτομο» (Κ.Δ. Ιούδα 16: καὶ τὸ στόμα αὐτῶν λα¬λεῖ ὑπέρογκα, θαυμάζοντες πρόσωπα ὠφελείας χάριν). Στους μεταγενέστερους γραμματικούς πρωτοα¬παντά επίσης η χρήση τής λ. πρόσωπον ως γραμματικού όρου (πβ. Απολλων. Δυσκ. Περὶ ἀντων. 2.1,1.11: θέματα δὲ ἴδια κατὰ ἀριθμὸν καὶ πρόσωπον καὶ πτῶσιν).
ΤΟ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΔΙΟ
π.χ. πόλεμος
ΕΤΥΜ. ΠΕΔΙΟ
πολεμικός < αρχ. πολεμ-ικός [ήδη τον 5ο αι. π.Χ., πβ. Θουκ. Ἱστ. 2.43.4: καὶ τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ’ ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον κρίναντες μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους (Επιτάφιος)]
πολέμιος < αρχ. πολέμ-ιος «εχθρός, εχθρικός» [ήδη στον Αισχύλο, 6ος/5ος αι. π.Χ., πβ. Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβ. 416: εἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ]
πολεμώ < αρχ. πολεμ-ῶ (-έω) [πιθ. ήδη τον 6ο αι. π.Χ. στον Ιππώνακτα]
πολεμιστής < αρχ. πολεμισ-τής [ήδη ομηρικό, πβ. Ἰλ. Ε 571: Αἰνείας δ’ οὐ μεῖνε θοός περ ἐὼν πολεμιστὴς] < ρ. πολεμ-ίζω / πτολεμ-ίζω «πολεμώ» < π(τ)όλεμ(ος) + παραγ. τέρμα -ίζω
πολεμίστρα < μεσν. πολεμίσ-τρα < πολεμισ- (< αρχ. πολεμίζω) + παραγ. τέρμα -τρα.22
ΣΥΝΘ. πολεμο-: πολεμο-χαρής (μεσν.), πολεμό-χαρος, πολεμο-κάπηλος (απόδ. ξέν. όρου), πολεμο-παθής κ.ά.
-πολεμώ: κατα-πολεμώ, συμ-πολεμώ (συμπολεμιστής)
-πόλεμος: (επίθ.) α-πόλεμος, εμ-πόλεμος, φιλο-πόλεμος, ετοιμο-πόλεμος, εμπειρο-πόλεμος, απειρο-πόλεμος – (ουσ.) χιονο-πόλεμος, μαξιλαρο-πόλεμος, πετρο-πόλεμος, μεσο-πόλεμος, ανταρτο-πόλεμος, χαρτο-πόλεμος, κλεφτο-πόλεμος κ.ά.
-πολέμηση: κατα-πολέμηση.
ΣΧΟΛΙΑΣΜΕΝΑ ΛΗΜΜΑΤΑ
α) Από την ιστορία τής λέξης
π.χ. πατάτα: Η πατάτα προέρχεται από τη Ν. Αμερική. Οι Ισπανοί κατακτητές έφεραν στην Ευρώπη το φυτό του οποίου οι καρποί αποτελούσαν βασική τροφή των Ίνκας και μαζί με αυτό την ονομασία pa-tata, με την οποία τη γνωρίζουμε σήμερα. Ωστόσο, πριν καθιερωθεί η λ. πατάτα στα Ελληνικά, το φυ¬τό και ο καρπός του είχε ονομαστεί από τους λογίους ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα γεώμηλον, δηλ. «μήλο της γης», αποδίδοντας έτσι στα Ελληνικά τη γαλλική ονομασία του φυτού pomme de terre. (…)
β) Από την ίδια ρίζα
π.χ. πολύς: Αρκετές λέξεις που σχετίζονται με την πληθώρα και την αφθονία έχουν την αφετηρία τους στην Ι.Ε. ρίζα *pela- / *pelə- «γεμίζω, πληρώ» και συγκεκριμένα από τη μεταπτωτική βαθμίδα *plē- «γεμάτος, πλήρης», η οποία συναντάται σε πολλές ελληνικές λέξεις. Συγκεκριμένα:
1) από θέμα πλη- (μεταπτωτική βαθμίδα *plē-): αρχ. πλῆ-θος, πλή-ρης, ρήμα πί-μ-πλη-μι «γεμί¬ζω» (αναδιπλασιασμένος τύπος· από το ρήμα σχηματίστηκε το ουσ. πλή(σ)-μη «φάση μέγιστου ύψους τής παλίρροιας» και το παράγωγό του πλησμ-ονή, καθώς και τα ουσ. πλημ(μ)-ύρα, πλημ(μ)-υρίς, -ίδος), πλέ-ον (ουδέτερο τού επιθέτου πλείων / πλέων, -ονος < *πλή-j-ων, με βράχυνση), πλε-ῖστος (< *πλή-ιστος, με βράχυνση).
2) από θέμα πολ- (μεταπτωτική βαθμίδα *pol-): αρχ. πολ-ύς.
Στην ίδια ετυμολογική οικογένεια συναντούμε αρκετά ομόρριζα που σημαίνουν, κατά κανόνα, «πο¬λύς», όπως τα επίθετα που προέρχονται από το λατ. plenus (από όπου γαλλ. plein, ισπ. lleno, ιταλ. pieno) και από το αρχ. γερμ. *fulla- (από όπου γερμ. voll, αγγλ. full, ολλ. vol).
γ) Σημασιολογική παρατήρηση
π.χ. συκοφάντης: Δεν είναι εξακριβωμένο πώς προέκυψε η ήδη αρχ. σημασία «αυτός που κατηγο¬23
ρεί ψευδώς, που διαβάλλει» τού συνθέτου συκοφάντης. Από την ελληνιστική εποχή διαδίδονταν διά¬φορες εκδοχές, περισσότερο ή λιγότερο δημοφιλείς. Ο γραμματικός Ζηνόδωρος (2ος αι. π.Χ.) μνημο¬νεύει την άποψη ότι συκοφάντης χαρακτηριζόταν αυτός που πρώτος φανέρωνε πότε ωρίμαζαν τα σύκα, τα οποία θεωρούνταν επιθυμητή τροφή (κυρ. οι συκόπιτες, αρχ. σύκων πλάκες). Ο ίδιος καταγράφει όμως και τη γνωστή εκδοχή (την υιοθετούν επίσης ο Πλούταρχος και ο Αθήναιος, 1ος – 2ος αι. μ.Χ., κα¬θώς και λεξικογράφοι τού Μεσαίωνα), ότι συκοφάντης χαρακτηριζόταν εκείνος που κατήγγελλε όσους εισήγαν παρανόμως σύκα στην αρχαία Αθήνα, παραβιάζοντας σχετικό ψήφισμα τον καιρό τού λοιμού – δεν έχει βρεθεί ωστόσο ψήφισμα με αυτή τη διάταξη σε κείμενο τής Αρχαιότητας. Ίσως ισχύει η απλού¬στερη εκδοχή, την οποία δέχονται αρκετοί μελετητές: συκοφάντης απεκαλείτο απλώς εκείνος που φανέ¬ρωνε σύκα κρυμμένα στα ρούχα κάποιου –πράξη ασήμαντη– και κατέληξε να σημαίνει εκείνον «που κα¬τηγορεί άλλους για ασήμαντες μικροκλοπές», συνεπώς εκείνον «που κατηγορεί ψευδώς».
δ) Ιστορική παρατήρηση
π.χ. γενοκτονία: Ο όρος genocide «γενοκτονία» πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Αγγλική από τον Πολωνό δικηγόρο (εβραϊκής καταγωγής) Rafał Lamkinτο 1944 στο βιβλίο του Axis Rule in Occupied Europe («Η εξουσία τού Άξονα στην κατεχόμενη Ευρώπη»), το οποίο εξέδωσε στην Ουάσινγκτον έχο¬ντας προλάβει να διαφύγει εκεί από το 1941. Ο νέος όρος εξασφάλισε ιδιαίτερη διάδοση, ιδίως αφό¬του δημοσιεύθηκε στις 21/10/1945 στην εφημερίδα τού Λονδίνου Sunday Times. Εκεί έδινε τον ακό¬λουθο ορισμό: By genocide we mean the destruction of a nation or of an ethnic group «Ως γενοκτονία εννοούμε την καταστροφή ενός έθνους ή μιας εθνικής ομάδας». Ο όρος χρησιμοποιήθηκε επίσης κατά τη δίκη των ναζιστών εγκληματιών πολέμου στη Νυρεμβέργη.
ε) Ορθογραφία
π.χ. αφήνω ή αφίνω; Σε παλαιότερα κείμενα παρατηρείται συχνά δισταγμός σχετικά με τις γραφές αφήνω ή αφίνω. Οι γραφές αυτές, που παρατηρούνται ήδη στη μεσαιωνική γραμματεία, θα μπορούσαν να αιτιολογηθούν από τις δύο ετυμολογικές προτάσεις που αναφέρθηκαν ανωτέρω. Εντούτοις, η επικρατούσα σήμερα ορθογράφηση αφήνω είναι προτιμότερη, διότι ερμηνεύει ολόκληρο το σχήμα αφήνω – άφησα – αφήσω και είναι μορφολογικά συνεπέστερη.
στ) Σχηματισμός
π.χ. αίρω: Οι οικογένειες των αρχ. ρημάτων αἴρω και αἱρῶ, -οῦμαι διαφέρουν στον σχηματισμό των χρόνων και των παραγώγων. Ως αποτέλεσμα, το ρήμα αἴρω ακολουθεί το σχήμα εξ-αίρω, εξ-ήρα, εξ-ηρμένος (πβ. επ-ηρμένος) – έξ-αρση, ενώ το αἱρῶ έχει εντελώς διαφορετική μορφολογία: εξ-αιρώ, εξ-αίρεσα – εξ-αίρεση – αφ-ηρημένος. Ας σημειωθεί ότι επειδή το ρ. αἱρῶ δασύνεται στην αρχαία γλώσ¬σα, μετατρέπει το ληκτικό κ, π, τ τού α΄ συνθετικού στον αντίστοιχο δασύ φθόγγο χ, φ, θ: αφ-αιρώ, καθ- αίρεση.
ζ) Γραμματική παρατήρηση
π.χ. μιγάς: Τα ουσ. μιγάς, νομάς, φυγάς σχηματίζουν τις πλάγιες πτώσεις τού ενικού αριθμού με μία επιπλέον συλλαβή: μιγάδ-ος / -α, νομάδ-ος / -α, φυγάδ-ος / -α. Κατ’ αναλογίαν προς άλλα ουσ. σε -άς (μεσν. ή τουρκ. αρχής, π.χ. φαγ-άς, κιμ-άς, βραχν-άς, μπελ-άς) ακούονται και γράφονται κατά καιρούς οι τύποι του μιγά, του φυγά, τον νομά. Ας σημειωθεί ότι η γενική πτώση τού θηλ. σχηματίζεται πάντοτε σε -ος: της μιγάδος, της φυγάδος.
στ) Σχηματισμός: Σχολιάζονται τύποι ή δομές με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως ο μορφολογικός σχηματισμός ενός όρου, τα σύνθετα που προέρχονται από αυτόν και επίσης η εξάπλωσή του σε ξένες γλώσσες.
π.χ. αίρω: Οι οικογένειες των αρχ. ρημάτων αἴρω και αἱρῶ, -οῦμαι διαφέρουν στον σχηματισμό των χρόνων και των παραγώγων. Ως αποτέλεσμα, το ρήμα αἴρω ακολουθεί το σχήμα εξ-αίρω, εξ-ήρα, εξ-ηρμένος (πβ. επ-ηρμένος) – έξ-αρση, ενώ το αἱρῶ έχει εντελώς διαφορετική μορφολογία: εξ-αιρώ, εξ-αίρεσα – εξ-αίρεση – αφ-ηρημένος. Ας σημειωθεί ότι επειδή το ρ. αἱρῶ δασύνεται στην αρχαία γλώσ¬σα, μετατρέπει το ληκτικό κ, π, τ τού α΄ συνθετικού στον αντίστοιχο δασύ φθόγγο χ, φ, θ: αφ-αιρώ, καθ- αίρεση.
ζ) Γραμματική παρατήρηση: Σχολιάζονται ορισμένα γραμματικά φαινόμενα τής Νέας Ελληνικής υπό το φως τής ιστορίας των λέξεων.
π.χ. μιγάς: Τα ουσ. μιγάς, νομάς, φυγάς σχηματίζουν τις πλάγιες πτώσεις τού ενικού αριθμού με μία επιπλέον συλλαβή: μιγάδ-ος / -α, νομάδ-ος / -α, φυγάδ-ος / -α. Κατ’ αναλογίαν προς άλλα ουσ. σε -άς (μεσν. ή τουρκ. αρχής, π.χ. φαγ-άς, κιμ-άς, βραχν-άς, μπελ-άς) ακούονται και γράφονται κατά καιρούς 24
οι τύποι του μιγά, του φυγά, τον νομά. Ας σημειωθεί ότι η γενική πτώση τού θηλ. σχηματίζεται πάντοτε σε -ος: της μιγάδος, της φυγάδος.
η) Συντακτική παρατήρηση
π.χ. διαφεύγω Το ρ. διαφεύγω συντάσσεται με συμπλήρωμα σε αιτιατική (όχι γενική) πτώση ήδη από την Αρχαιότητα (π.χ. διαφεύγω θάνατον / κίνδυνον / συμφοράν). Η σύνταξη «μου διαφεύγει κάτι» και η σύνδεση με προσωπική αντωνυμία είναι επίσης γνωστές στην αρχ. γλώσσα (πβ. Πλάτ. Μένων 96e: ἴσως καὶ διαφεύγει ἡμᾶς τὸ γνῶναι τίνα ποτὲ τρόπον γίγνονται οἱ ἀγαθοὶ ἄνδρες).
θ) Διαλεκτικοί τύποι
π.χ. βάτραχος: Το αρχ. ουσ. βάτραχος συναντάται ήδη από την αρχαιότητα με ποικίλους τύπους εξαιτίας τής διαλεκτικής διαφοροποίησης. Οι κοινότερες μορφές του είναι βότραχος / βρόταχος, βάθρα¬κος, βράταχος, ενώ από παρασύνδεση με άλλες λέξεις σχηματίστηκαν επίσης οι τύποι βρούχετος, βύρ¬θακος, βρύτιχος, βλίταχος. Η ποικίλη παράδοση τής λέξεως διατηρήθηκε στη Μεσαιωνική Ελληνική και διασώθηκε κατά μεγάλο μέρος στις νεοελληνικές διαλέκτους. Μερικοί χαρακτηριστικοί διαλεκτικοί τύποι είναι οι εξής: αφορδακός, βορθακός (Κρήτη), βαθρακός, βοτράχα, φορδάκα (Πόντος), βόρτακος (Κύπρος), βρούθακο (Κάτω Ιταλ.), φορτακά, μουρθακό (Τσακονιά) κ.ά.