(αρχ. ἐξεζητημένος < έκζητῶ «απαιτώ, ζητώ πολλά)
= επιτηδευμένος, αφύσικος, παρατραβηγμένος
«Η εξεζητημένη εμφάνισή του στο ντύσιμο, στον τρόπο ομιλίας, στην όλη συμπεριφορά του οδήγησαν στην απόρριψή του από την κριτική επιτροπή»
(αρχ. εὐάλωτος < εὖ «εύκολα» + ἁλωτός «κυριεύσιμος» < ἁλίσκομαι «κυριεύω»∙ πβ. ἑάλω ἡ Πόλις «κυριεύθηκε η Κωνσταντινούπολη»∙ ομόρριζα : άλωση, είλωτας, ουλή)
= ευπρόσβλητος, εύκολα υποκύπτων
«Είναι πολύ ευάλωτος σε κάθε μορφής αδυναμία: τσιγάρα, ποτά, γυναίκες κά.»
(αρχ. ἐνδίδω < ἐν + δίδω «δίδω στα χέρια – παραδίδω – υποχωρώ», πβ. ομόρριζα ενδοτικός «υποχωρητικός» - ανένδοτος «ανυποχώρητος», αγγλ. give in) = υποχωρώ
«Δεν ήταν διατεθειμένος να ενδώσει στις πιέσεις των αντιπάλων του»
(αρχ. ἐγκολποῦμαι < ἐν + κόλπος «κοίλωμα, αγκάλη»)
= ενστερνίζομαι, αγκαλιάζω, υιοθετώ
«Οι αγωνιστές εγκολπώθηκαν τα διδάγματα τού Κοραή και πήραν τα όπλα»
(νεότερη λέξη, μαρτυρείται από το 1814. Ανάγεται στην αρχαία λέξη ὀβελός «σούβλα» - «μετάλλινη ράβδος» - «οριζόντια γραμμή σαν ράβδος που σημειωνόταν από τους εκδότες αρχαίων κειμένων για να δειχθεί ότι μια λέξη ή φράση δεν είναι γνήσια και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί, να απομακρυνθεί». Ομόρριζα : οβολός, οβελίας «αρνί στη σούβλα», οβελιστήριο «ψησταριά»)
= απορρίπτω, διώχνω
«Τέτοιοι απαράδεκτοι και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί πρέπει να εξοβελιστούν από το πολιτικό λεξιλόγιο»
(αρχαία λέξη εἰδεχθής < εἶδος «μορφή» + ἔχθος «μίσος, έχθρα». Ομόρριζα : εχθρός, απεχθής)
= απαίσιος, αποτρόπαιος
«Η δολοφονία τόσων μικρών παιδιών σ’ ένα σχολείο στην Αμερική από έναν παράφρονα αποτελεί ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα των τελευταίων ετών»
(αρχαία λέξη ἐγχείρημα < ἐγχειρῶ «παίρνω στα χέρια μου, αναλαμβάνω» < ἐν + χεὶρ)
= τολμηρή και δύσκολη προσπάθεια
«Η ανόρθωση τής ελληνικής οικονομίας αποτελεί κυβερνητικό εγχείρημα με άδηλη έκβαση»
(αρχαία λ. ἐνδελεχής < ἐν + (αμάρτυρο) *δέλεχος, ομόρριζο των αρχ. δολιχός «μακρύς» και δόλιχος «(μακρός) δρόμος αντοχής»)
= συνεχής, επίμονος, επιμελής
«Για τέτοια μεγάλα επιστημονικά επιτεύγματα απαιτείται ενδελεχής έρευνα σε ειδικά εργαστήρια»
(αρχαία λέξη ἐπίνειον < ἐπὶ + νεῖος /νήιος [< ναῦς])
= λιμάνι παρακείμενης πόλης
«Ο Πειραιάς υπήρξε πάντοτε το επίνειο τής Αθήνας, που εξυπηρετούσε μεγάλο μέρος τής δραστηριότητάς της»
(αρχαία λέξη, μετοχή παρακειμένου τού ἐπαίρομαι· το αρχαίο επαίρω σήμαινε «υψώνω – σηκώνω» κι από αυτό προήλθε το παίρνω [ἐπαίρω > επαίρνω > παίρνω]. Παράγ. Έπαρση)
= αλαζόνας, φαντασμένος, υπερόπτης
«Δεν τον συμπαθούν στο γραφείο, διότι είναι ένα άτομο επηρμένο, που θέλει πάντοτε να δείξει ότι υπερέχει των άλλων»
(< εφ-εκτός <επί + ἑκτός [ρηματικό επίθετο τού έχω] < επ-έχω )
= διστακτικός, επιφυλακτικός
«Φάνηκε πολύ εφεκτικός να συμμετάσχει στην προσπάθειά μας. Πιστεύει ότι δεν έχει πιθανότητες να πετύχει.»
(αρχ. ἐνδίδω < ἐν + δίδω «δίδω στα χέρια – παραδίδω – υποχωρώ», πβ. ομόρριζα ενδοτικός «υποχωρητικός» - ανένδοτος «ανυποχώρητος», αγγλ. give in)
= υποχωρώ
«Δεν ήταν διατεθειμένος να ενδώσει στις πιέσεις των αντιπάλων του»
(< αρχ. ἑσμός < ἕζομαι «κάθομαι», αυτοί που κάθονται μαζί, που κάνουν παρέα∙ αρχική σημασία «σμήνος μελισσών»)
= πλήθος ακολουθούντων (με αρνητική σημασία), συρφετός
«Περιβάλλεται από έναν εσμό κολάκων που τού αποκρύπτουν την αλήθεια».
(αρχ. ἐγκολποῦμαι < ἐν + κόλπος «κοίλωμα, αγκάλη»)
= ενστερνίζομαι, αγκαλιάζω, υιοθετώ
«Οι αγωνιστές εγκολπώθηκαν τα διδάγματα τού Κοραή και πήραν τα όπλα»