Ετυμολογικό Λεξικό, Η ιστορία των λέξεων τής Νέας Ελληνικής
19 Μαΐου 2025Ενότητα και διαφοροποίηση στις γλώσσες
2 Ιουνίου 2025Ένα κείμενό μου για την σχέση ΓΛΩΣΣΑΣ – ΤΕΧΝΗΣ – ΚΡΙΤΙΚΗΣ από γλωσσολογικής απόψεως επ’ ευκαιρία τής παρουσίασης τού βιβλίου τού κ. Τάκη Μαυρωτά με τίτλο “Λέξεις και Τέχνη”
Η γλώσσα και η ερμηνεία
Πενήντα ομιλίες του Τάκη Μαυρωτά από σημαντικές εκθέσεις εκδίδονται σε έναν τόμο που υπενθυμίζει τον λόγο του κριτικού και τις προϋποθέσεις του.
Eίναι ιδιαίτερη χαρά να μιλά κανείς για τη δουλειά του Τάκη Μαυρωτά. Μια γλωσσική παρατήρηση, αρχικά, πάνω σε μια αναφορά του Θανάση Νιάρχου ως προς τη λέξη πάνελ. Δεν του αρέσει και έχει δίκιο, γιατί το αγγλικό panel (απ’ όπου η λέξη) έχει σχέση με το πανί, αναγόμενο στο λατινικό pannus, «κομμάτι υφάσματος, πανί». Αρχική σημασία τού αγγλικού όρου (13ος αιώνας) ήταν «ύφασμα που ετίθετο κάτω από τη σέλα τού αλόγου» και αργότερα (14ος αιώνας) «κομμάτι περγαμηνής στο οποίο αναγράφονταν τα ονόματα των κλητευθέντων ενόρκων – κατάλογος ενόρκων». Δεν ήταν και το καλύτερο. Ας προτιμούμε τα ελληνικά «συνάντηση» ή «συζήτηση» ή «συντροφιά».
Eπί της ουσίας: από πού και ως πού ένας γλωσσολόγος σε μια συζήτηση για την τέχνη; Αυτός που «ευθύνεται» είναι ο Τάκης Μαυρωτάς, όταν γράφει ένα βιβλίο που το ονομάζει Λέξεις και Τέχνη. Αλλά οι λέξεις, γλωσσολογικά, δεν υπάρχουν καθεαυτές∙ η γλώσσα είναι αυτή που υπάρχει μέσω των λέξεων. Αρα, ο πραγματικός τίτλος είναι «γλώσσα και τέχνη». Επομένως δικαιολογείται, ελπίζω, η παρουσία μου.
Ωστόσο, το κυριότερο είναι η ιδιαίτερη σχέση που έχει η γλώσσα με την τέχνη, για να μπούμε στην ουσία των πραγμάτων. Είναι δύο συγγενή σημειακά συστήματα. Οπως η γλώσσα, είναι και η τέχνη μια άλλη έκφραση του ανθρώπου∙ όχι πολυτέλεια, αλλά ανάγκη, αν λάβουμε υπόψη ότι μόλις εμφανίζεται ο άνθρωπος και αρχίζει κάτι να γράφει, να εκφράζεται, ξεκινάει πάντοτε με εικόνες, με ένα είδος ζωγραφικής απεικόνισης.
Ο λόγος και ο κριτικός
Ενας από τους πιο μεγάλους διανοητές και πρωτοπόρος στη μελέτη του γραπτού λόγου, ο Ερικ Χέιβλοκ (καθηγητής Φιλοσοφίας στα Πανεπιστήμια Τορόντο, Χάρβαρντ και Γέιλ), έχει πει ότι το πέρασμα από τον προφορικό στον γραπτό λόγο, δηλαδή στο να δηλώσουμε τους ήχους με γράμματα, είναι η πιο σημαντική μετάβαση στον ανθρώπινο πολιτισμό, διότι άλλαξε τον πολιτισμό. Αυτή η θέση ενισχύει και την δική μου ταπεινή άποψη ότι ο ελληνικός πολιτισμός είναι ένας πολιτισμός του γραπτού λόγου. Ο κόσμος μάς ξέρει από τα κείμενά μας, κυρίως τα αρχαία. Μας ξέρει από τον Ομηρο, από τον Αισχύλο, από τον Θουκυδίδη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και πολλούς άλλους μέχρι τους Πατέρες της Εκκλησίας που έγραψαν ελληνικά.
Ας έλθουμε στην κριτική της τέχνης. Ενώ ο δημιουργός παράγει το έργο της τέχνης, ο κριτικός καλείται όχι να παραγάγει αλλά να μιλήσει για έργο το οποίον έρχεται να κρίνει. Δηλαδή, κατεξοχήν ο κριτικός της τέχνης λειτουργεί γλωσσικά. Ο κριτικός της τέχνης υποχρεούται πρώτα να προσλάβει κατάλληλα ό,τι έχει σχέση με το έργο τέχνης και μετά να το δώσει γλωσσικά. Το λέω αυτό γιατί έχει άμεση σχέση με το βιβλίο στο οποίο αναφερόμαστε.
Ο Σεφέρης έχει πει ότι «Στην ποίηση δεν μπορούμε να πράξουμε παρά με τη γλώσσα». Το ίδιο ισχύει και για την κριτική. Οι κριτικοί δεν μπορούν να πράξουν αλλιώς, παρά με τη γλώσσα. Ο κριτικός της τέχνης, δηλαδή, αντιμετωπίζει δύο «αιτήματα» στην κριτική του: ερμηνεία και αξιολόγηση. Με την ερμηνεία εννοούμε ότι ο κριτικός της τέχνης ανιχνεύει τις προθέσεις του δημιουργού, «τι θέλει να πει» με το έργο το οποίο έχει δημιουργήσει. Αυτό που λέμε και στη γλωσσολογία του κειμένου «προθετικότητα».
Το δεύτερο που εξετάζει και κρίνει είναι το αποτέλεσματης έκφρασης. Ποια μορφή παίρνει τελικά η προθετικότητα, ποιο είναι τελικά το αποτέλεσμα της έκφρασης των προθέσεων. Μένει το δυσκολότερο: να διερευνήσει τη σχέση του «τι» και του «πώς», των προθέσεων και του αποτελέσματος στην έκφραση∙ να το ερμηνεύσει.
Η έμμεση κριτική
Μέσα από την ερμηνεία ο κριτικός, στην πραγματικότητα, ασκεί έμμεσα και την κριτική του. Το επόμενο δυνητικά στάδιο, η αξιολόγηση, δεν είναι υποχρεωτικό. Το να προχωρήσει ο κριτικός να πει ότι ο καλλιτέχνης είναι μεγάλος, είναι σπουδαίος, είναι καλός ή ότι υστερεί και λοιπά, είναι θέμα επιλογής του κριτικού ή συμβαίνει κατά περίπτωση. Από κάποιους γίνεται, από άλλους δεν γίνεται. Από τον Τάκη Μαυρωτά δεν γίνεται. Ο Τάκης Μαυρωτάς μένει στο κατεξοχήν σοβαρό, δημιουργικό επίπεδο της πρόσληψης, που είναι η ερμηνεία. Αυτή η προσέγγιση δεν είναι καθόλου εύκολη, γιατί η γλώσσα της κριτικής είναι έντονα αφαιρετική∙ δεν μπορεί να είναι αλλιώς. Εχει πνευματικές αναφορές στην προθετικότητα του δημιουργού και λεπτές αναφορές στην τεχνική του δημιουργού.
Οι επιβεβλημένες πνευματικές αναφορές, έντονα αφηρημένες, προσδίδουν στον κριτικό λόγο μια ποιητικότητα. Είναι ένας πολύ αφαιρετικός λόγος, όχι μόνο ο λόγος του Μαυρωτά – γι’ αυτόν μιλάμε αυτή τη στιγμή και γι’ αυτό το βιβλίο –, αλλά γενικότερα θα έλεγα. Είναι έντονα αφαιρετικός λόγος, με αναφορά σε αφηρημένες έννοιες, σε φιλοσοφικές έννοιες, σε αξίες, σε αρχές.
Πέρα από την τεχνική που μιλάει για μορφή, φόρμα, σχέδιο, γραμμές, χρώματα, θα παίξει σημαίνοντα ρόλο το λεξιλόγιο. Αυτό αρύομαι από το διάβασμα της κριτικής στο βιβλίο του Μαυρωτά. Χρησιμοποιεί όρους όπως πραγματικότητα, όνειρο, φαντασία, άνθρωπος, φύση, μεταφυσική, ουσία, ύπαρξη, επιβίωση, φως, πνεύμα, πνευματικότητα, χρόνος, διάρκεια, αλήθεια, ελπίδα, γλώσσα, έκφραση, κώδικας, ποίηση, συναίσθημα, ευαισθησία. Μιλάει για ελληνικότητα, συνέχεια, παράδοση, κληρονομιά, διαχρονικότητα, ελευθερία, πολιτισμό, προσωπική ελευθερία, υπέρβαση, προσωπικό, απρόσωπο, ορατό, αόρατο, απροσδιόριστο.
Προσέξετε μια ορολογία η οποία εμάς τους απ’ έξω, τους μη κριτικούς της τέχνης, μας συνεπαίρνει από τη μια και μας ξενίζει από την άλλη. Εμείς στη γλωσσολογία και γενικότερα στην επιστήμη προσπαθούμε να είμαστε πολύ συγκεκριμένοι, κυριολεκτούμε όσο το δυνατόν, αποφεύγουμε τις αφηρημένες έννοιες, τις μεταφορές, τους εξεικονισμούς. Ο κριτικός της τέχνης όμως δεν μπορεί να πράξει αλλιώς.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι ομότιμος καθηγητής Γλωσσολογίας και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.