ΝΕΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗ: "Λεξικό για το Σχολείο και το Γραφείο", Γ. Μπαμπινιώτη

347238180 1656839554820018 3535932974655623266 n
 
Ο καθημερινός γλωσσικός σου σύμβουλος
Τώρα θα με βρίσκετε ηλεκτρονικά στο ΚΙΝΗΤΟ σας ή στην ΤΑΜΠΛΕΤΑ σας!
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επισκεφθείτε τη σελίδα του Κέντρου Λεξικολογίας εδώ.
Εύχρηστο, πρακτικό βοήθημα για κάθε γλωσσική πληροφορία ή απορία, κατάλληλο για καθημερινή χρήση. Απευθύνεται σε μαθητές, γονείς και κάθε χρήστη τού γραπτού και προφορικού λόγου μας.
Το Λεξικό για το Σχολείο και το Γραφείο περιέχει:
• 125.000 Λήμματα, φράσεις και σημασίες
• 58.000 Παραδείγματα χρήσης των λέξεων
• 15.000 Συνώνυμα και αντώνυμα
• 3.500 Σχόλια για τη σημασία, την προέλευση, την ορθογραφία και τις δυσκολίες στη χρήση των λέξεων
• 4.000 Κύρια ονόματα (προσώπων και τόπων)
• 400 ακρωνύμια
Επιπλέον
• Πίνακα ανωμάλων ρημάτων
• Kλιτικούς πίνακες ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων
• Πλήρη συλλαβισμό όλων των λημμάτων
ΠΡΟΣΟΧΗ Στο Λεξικό αυτό, επειδή καλύπτει γλωσσικές ανάγκες τού ΣΧΟΛΕΙΟΥ, τηρείται στα λήμματα η ΣΧΟΛΙΚΗ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ. Αλλά όταν αυτή διαφέρει από την επιστημονική (ετυμολογική-ιστορική) δίδεται και αυτή σε ΣΧΟΛΙΟ. Παράδειγμα:
κτίριο Ο28 κάθε κτίσμα: «συντήρηση κτιρίων».
ΣΧΟΛΙΟ κτίριο ή κτήριο; Η λ. δεν προέρχεται από το ρ. κτίζω, από το οποίο προκύπτουν μόνο ένσιγμα παράγωγα (κτίσ-μα, κτί-σις, κτίσ-της, κτισ-τός). Το ρ. κτίζω δεν θα μπορούσε να δώσει παράγωγα σε -ριο. Η λ. προέρχεται είτε από το ελληνιστικό ουσ. εὐ-κτήριον «οίκος προσευχών» (< εὔχομαι) είτε από το ουσ. οἰκητήριον «κατοικία». Σε κάθε περίπτωση αποδεικνύεται ότι ορθότερη ετυμολογικά είναι η γραφή κτήριο (με -ή-), όχι κτίριο.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ Ο αριθμός που υπάρχει δίπλα σε κάθε λήμμα στην αρχή τού λήμματος [όπως λ.χ. 028 στο λήμμα κτίριο] δηλώνει την ΚΛΙΣΗ τού λήμματος (ονόματος, επιθέτου, ρήματος) παραπέμποντας με τον αριθμό στο πρότυπο κλίσεως που δίδεται στο ΕΓΧΡΩΜΟ ΕΝΘΕΤΟ (μπλε σελίδες), εν προκειμένω στο όνομα «τετράδιο» που κλίνεται όπως και το «κτίριο».
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ λέξεων
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ (1) λ. διανομή
διανομή Ο13 1 (α) η διαίρεση ενός συνόλου σε μέρη και η παράδοση των μερών στους δικαιούχους: ~ συσσιτίου / επιστολών / γαιών στους ακτήμονες ΣΥΝ. μοίρασμα (β) η παροχή σε διαφορετικούς αποδέκτες: η ~ ρεύματος / αερίου || ~ τίτλων του Δημοσίου 2 ΚΙΝΗΜ. το στάδιο που μεσολαβεί από την ολοκλήρωση της παραγωγής μιας ταινίας μέχρι την προβολή της στο κοινό, ώστε να εξασφαλιστεί η προβολή σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό κινηματογραφικών αιθουσών: οι ελληνικές ταινίες έχουν πρόβλημα στη ~ τους 3 ο καθορισμός του ρόλου που θα υποδυθεί κάθε ηθοποιός. βλ.ΕΠΙΣΗΣ [παραπέμπει στο λ. νέμω]
ΠΡΟΣΟΧΗ Η παραπομπή στο λ. νέμω δίνει σε ΣΧΟΛΙΟ την ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ για αυτή την σημαντική γλωσσική οικογένεια:
νέμω P14 {ένειμα, να/θα νείμω, μεσοπαθ. μόνο ενεστ. κ. παρατ.} 1 (αρχαιοπρ.) μοιράζω, διανέμω 2 (μεσοπαθ.) NOM. κατέχω (κάτι) και απολαμβάνω τα οφέλη που μου προσφέρει: ~ αγρόκτημα || (μτφ.-κακόσ.) κατήγγειλε όσους νέμονται την εξουσία.
ΣΧΟΛΙΟ νέμω: ομόρριζα. Tο αρχ. ουσ. νέμ-ω προέρχεται από ρίζα με σημασία «μοιράζω» και συνδέεται ετυμολογικά με τις λ. νόμ-ος (νομικός, νόμιμος), νομ-ός, νομ-ή, νομ-άς (νομαδικός), νομ-ίζω (βλ.λ.), νόμισ-μα, νέμε-σις.
ΣΧΟΛΙΟ νέμω: σύνθετα. Tο ρ. νέμω απαντά ως σύνθετο με προθέσεις: απο-νέμω (απονομή), ΔΙΑ-ΝΕΜΩ (ΔΙΑΝΟΜΗ), κατα-νέμω (κατανομή). Eπίσης, από το ίδιο ρήμα (και από το παράγωγο νόμος) προέρχονται τα σύνθετα σε -νομος / -νόμος (παρά-νομος, αυτό-νομος, έκ-νομος – αστυ-νόμος, οικο-νόμος, οπλο-νόμος), από όπου παράγονται τα σύνθετα σε -νομία / -νομώ (παρα-νομία, αυτο-νομία – παρα-νομώ).
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ (2) λ. βλέπω
βλέπω P4 {είδα, είδ-ες, -ε, -αμε, -ατε, -αν(ε), να/θα δω, δεις, δει, δούμε, δείτε, δούν(ε), δες, δείτε, ειδώθηκα, να/θα ιδωθώ} 1 (α) έχω την ικανότητα της όρασης: ~, δεν είμαι τυφλός (β) αντιλαμβάνομαι (κάποιον/κάτι) μέσω της όρασης: ~ το βουνό στο βάθος· ΦP. (α) κάνω πως δεν βλέπω προσποιούμαι τον ανήξερο ή συμπεριφέρομαι σκοπίμως με ανοχή (β) βλέπω το φως της δημοσιότητας (για πληροφορία, γεγονός) δημοσιοποιούμαι (γ) όπως σε βλέπω και με βλέπεις για να δηλώσουμε τη βεβαιότητά μας για κάτι που λέγεται (δ) δεν βλέπω την ώρα να... ανυπομονώ για κάτι (ε) δεν βλέπω (ούτε) τη μύτη μου δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα (στ) ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε! για έκρηξη παράφορου θυμού (ζ) βλέπω τον Xάρο με τα μάτια μου κινδυνεύω σοβαρά να χάσω τη ζωή μου (η) (παροιμ.) ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τονε βγάλαμε / τον βαφτίσαμε για όσους συζητούν ή αναφέρονται σε κάτι θεωρώντας το δεδομένο, ενώ ακόμη δεν έχει πραγματοποιηθεί (θ) τι έχουν να δουν τα μάτια μας! πόσα φοβερά πράγματα πρόκειται ακόμη να ζήσουμε! (ι) βλέπω άσπρη μέρα / Θεού πρόσωπο βελτιώνεται η κατάστασή μου, βρίσκω επιτέλους ανακούφιση (ια) βλέπω φως διακρίνω την πιθανότητα θετικής εξέλιξης (ιβ) βλέπω καλό ευεργετούμαι ή ωφελούμαι: έκανα εγχείρηση, αλλά δεν είδα καλό (ιγ) (ειρων.) κάνε παιδιά, να δεις καλό! ως παράπονο για την κακή και ιδ. αχάριστη συμπεριφορά των παιδιών προς τους γονείς τους (ιδ) δεν (με / σε κ.λπ.) βλέπω καλά διαισθάνομαι ότι κάτι κακό θα συμβεί (σε μένα ή σε άλλον): (και ως απειλή ή προειδοποίηση) αν συνεχίσεις να μιλάς έτσι, δεν σε βλέπω καλά! 2 (α) κοιτάζω (κάτι/κάποιον): ~ τον ουρανό / την παρέλαση από το μπαλκόνι (β) (για θέαμα) παρακολουθώ: ~ τηλεόραση / ποδόσφαιρο 3 σχηματίζω φανταστικές εικόνες και παραστάσεις: ~ όνειρο / οπτασία || ~ (κάποιον/κάτι) στον ύπνο μου 😊 σε όνειρο) 4 (μτφ.) (για άποψη, εκτίμηση) θεωρώ, κρίνω: Πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Θα πάμε για εκλογές; || (για προβλέψεις) αυτόν μια μέρα τον ~ πρωθυπουργό· ΦP. (α) βλέπω με καλό / κακό μάτι (κάτι) αντιμετωπίζω (κάτι) με εύνοια / δυσμένεια (β) τα βλέπω ρόδινα / μαύρα αντιμετωπίζω το μέλλον με αισιοδοξία / απαισιοδοξία (γ) βλέπω (κάποιον/κάτι) αφ’ υψηλού φέρομαι υπεροπτικά προς κάποιον/κάτι 5 (μτφ.) διαπιστώνω, αντιλαμβάνομαι: ~ το λάθος μου || δεν ~ γιατί θα πρέπει να έλθω κι εγώ· ΦΡ. (α) να δεις που... για να εκφράσουμε βεβαιότητα για κάτι: ~ όλα θα πάνε καλά (β) εγώ να δεις! για ενίσχυση αυτών που λέγονται από τον συνομιλητή: –Φοβάμαι πολύ! –~! (γ) άκου να δεις (i) πρόσεξε να μάθεις, να καταλάβεις (ii) (απολύτως, συνήθ. ως σχόλιο για κάτι) για φαντάσου! 6 (α) εξετάζω, ερευνώ: ας δούμε όμως και την άλλη πλευρά του ζητήματος (β) (ειδικότ.) (για γιατρούς) εξετάζω (κάποιον): πρέπει να τον δει κατεπειγόντως γιατρός 7 (για άψυχα) είμαι στραμμένος κάπου, έχω θέα: το παράθυρο έβλεπε στην αυλή 8 σκέφτομαι για κάτι (συνήθ. προκειμένου να αποφασίσω): ας δούμε τι θα κάνουμε σήμερα || και αύριο βλέπουμε || βλέπει μόνο το συμφέρον του· ΦP. (α) βλέποντας και κάνοντας για ενέργειες που προσαρμόζονται στις εκάστοτε συνθήκες (β) θα δούμε ως απάντηση που δηλώνει επιφύλαξη: –Θα έλθεις μαζί μου; –~! 9 έχω επαφή ή επικοινωνία με πρόσωπο: δεν βλεπόμαστε καθόλου τελευταία· ΦP. δεν θέλω να δω (κάποιον) στα μάτια μου για να εκφραστεί έντονη αντιπάθεια ή οργή για ανεπιθύμητο πρόσωπο 10 (μεσοπαθ. βλέπομαι) είμαι σε ανεκτό επίπεδο: –Eίναι καλή η ταινία; –Bλέπεται 11 σε ΦP. που δηλώνουν έκπληξη, απορία, θαυμασμό, π.χ. (α) για δες... (εμφατ.) (i) για μεγάλο θαυμασμό (ii) (απολύτως ως σχόλιο) για φαντάσου! (β) ... να δουν τα μάτια σου! για να δείξουμε πλήθος από κάτι: λεφτά ~! 12 σε ΦΡ. που δηλώνουν απειλή προς κάποιον: τώρα θα δεις τι θα πάθεις! ΦΡ. (α) αυτό θα το δούμε! ως απειλή με χροιά αμφισβήτησης αυτού που ισχυρίζεται κάποιος (β) καλά, θα δεις! ή θα δεις κι εγώ! ως απειλή, παράπονο ή και χάριν αστεϊσμού 13 σε διάφορες ΦP., όπως: (α) είδα κι απόειδα όταν επιτυγχάνει κανείς σε κάτι μετά από μεγάλη αναμονή και προσπάθεια (β) (εμφατ.) είδα κι έπαθα ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ μέχρι να επιτύχω κάτι.
ΣΧΟΛΙΟ βλέπω: συνώνυμα. Διάφορα ρήματα συνδέονται με την όραση και την παρατήρηση. H φυσική ικανότητα της όρασης αποδίδεται κυρίως από το ρ. βλέπω (παράγωγα: βλέμμα, βλέψεις, βλέφαρο). H παρατήρηση που συνδέεται με συγκεκριμένο στόχο και έχει διάρκεια αποδίδεται κυρίως από τα ρ. παρατηρώ, παρακολουθώ, κοιτάζω, διακρίνω. Όταν προσδιορίζεται ο τόπος προς τον οποίο στρέφεται το βλέμμα, είναι κατάλληλα τα ρ. αγναντεύω, ατενίζω και μεταφορικά επιτηρώ, επιβλέπω, επισκοπώ.