ΝΕΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗ: "Λεξικό Συνωνύμων και Αντωνύμων", Γ. Μπαμπινιώτη

347414967 1657966301374010 6457534839362476852 n
Ο λεξιλογικός θησαυρός της γλώσσας μας τώρα και σε ηλεκτρονική εφαρμογή
Τώρα θα με βρίσκετε ηλεκτρονικά στο ΚΙΝΗΤΟ σας ή στην ΤΑΜΠΛΕΤΑ σας!
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επισκεφθείτε τη σελίδα του Κέντρου Λεξικολογίας εδώ.
Το λεξικό μου των ΣΥΝΩΝΥΜΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΩΝΥΜΩΝ, το χρηστικά πιο πολύτιμο βοήθημα, όταν αναζητείς μιαν άλλη λέξη συνώνυμη, την στιγμή που γράφεις, για να μη χρησιμοποιήσεις την ίδια λέξη ή για να βρεις μια άλλη ακριβέστερη ή μια λέξη που δεν την θυμάσαι. Στο ΚΙΝΗΤΟ σου ή στην ΤΑΜΠΛΕΤΑ σου θα την βρίσκεις και θα επιλέγεις.
Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ
ΛΕΞΙΚΟ ΣΥΝΩΝΥΜΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΩΝΥΜΩΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ
• 40.000 λήμματα
• 250.000 συνώνυμα και αντώνυμα (αντίθετα)∙ με τον μεγαλύτερο πλούτο συνωνύμων και αντωνύμων από κάθε άλλο αντίστοιχο λεξικό
• παραδείγματα για την σωστή χρήση των συνωνύμων
• 500 σχόλια για τις διαφορές των συνωνύμων και τις επικοινωνιακές τους ιδιαιτερότητες
• διάταξη των συνωνύμων ανάλογα με την σημασιολογική τους εγγύτητα
• χαρακτηρισμοί τής χρήσης τους (οικείο, λόγιο, λαϊκό, επίσημο, αρχαιοπρεπές, μειωτικό, μεταφορικό, καταχρηστικό, επιτατικό, εκφραστικό)
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
ειλικρινής
1 (α) (π.χ. ~ ενδιαφέρον) ανυπόκριτος, αληθινός, απροσποίητος, γνήσιος, αυθεντικός, άδολος, ανυστερόβουλος, καλόπιστος, απροσχημάτιστος, απροφάσιστος || (μτφ.) ατόφυος, διαυγής ΑΝΤ. ανειλικρινής, υποκριτικός, ψεύτικος, υστερόβουλος, κάλπικος, δόλιος (λαϊκ.), πονηρός (β) (π.χ. δεχθείτε τις ~ ευχές μου) εγκάρδιος, θερμός ΑΝΤ. τυπικός, υποκριτικός, ψυχρός || χλιαρός, υποτονικός, άτονος
2 (για πρόσ.) ευθύς, γνήσιος, αυθόρμητος, ανυστερόβουλος, απροσποίητος, καλόπιστος, έμπιστος || (εκφραστ.) μονοκόμματος (οικ.), ανοιχτή καρδιά (μτφ.), μπεσαλής (λαϊκ.), ξάστερος (μτφ.), ωμός (μτφ.) ΑΝΤ. ανειλικρινής, δόλιος (λαϊκ.), υποκριτής, πονηρός, διπρόσωπος, ψεύτης, μπαμπέσης (λαϊκ.) || (επιτατ. – μετωνυμ.) ιησουίτης, ταρτούφος, φαρισαίος || (επιτατ. – μτφ.) ηθοποιός, θεατρίνος, σουπιά, φίδι, μουσίτσα
επιβάλλω
1 (α) ορίζω, επιτάσσω: οι περιστάσεις επιβάλλουν αλλαγή πλεύσης (β) υποχρεώνω, εξαναγκάζω, υπαγορεύω, θέτω: επέβαλε τους δικούς του όρους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων
2 (μεσοπαθ. επιβάλλομαι) (α) (μετβ.) επικρατώ, νικώ, υπερισχύω, υπερνικώ, υπερτερώ, κυριαρχώ, κατανικώ, κατισχύω (λόγ.), βάζω κάτω (οικ.): επιβλήθηκε στην αντίπαλη ομάδα / (λόγ.) τής αντίπαλης ομάδας με μεγάλη διαφορά στο σκορ (β) (αμετβ.) κυριαρχώ, υπερισχύω: ο καθηγητής πρέπει να επιβάλλεται στην τάξη
3 (μεσοπαθ. επιβάλλεται ως απρόσ.) απαιτείται, χρειάζεται, ενδείκνυται (λόγ.), είναι αναγκαίο / ανάγκη. ☛ ΣΧΟΛΙΟ λ. αναγκάζω, νικώ, πρέπει
ΣΧΟΛΙΟ
επίδραση – επιρροή – επήρεια
H λέξη ΕΠΗΡΕΙΑ δηλώνει κυρίως πώς επενεργούν σε κάποιον διάφορες ουσίες (φάρμακα, ναρκωτικά κ.τ.ό.) και έχει γενικότερα αρνητική σημασιολογική χροιά: Tελεί υπό την επήρεια ναρκωτικών – Η επήρεια τού φαρμάκου έχει αλλοιώσει τον χαρακτήρα του και την όλη συμπεριφορά του. H λέξη ΕΠΙΡΡΟΗ δηλώνει μια μορφή εξουσίας και γενικότερα την επιβολή που ασκούν σε κάποιον ορισμένα πρόσωπα: Aσκεί μεγάλη επιρροή στους ψηφοφόρους τής εκλογικής του περιφέρειας. H λέξη ΕΠΙΔΡΑΣΗ έχει ευρύτερη χρήση. Δηλώνει κάθε μορφή ενέργειας που ασκείται σε πρόσωπα ή πράγματα και τις μεταβολές που επιφέρει: H επίδραση τού περιβάλλοντος στον άνθρωπο είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση τού χαρακτήρα του – Δέχτηκε μεγάλη επίδραση στη ζωγραφική του από τους Γάλλους ιμπρεσιονιστές. Στον πληθυντικό το ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ δηλώνει συχνά την ενέργεια που ασκείται σε έργο τέχνης ή λογοτεχνίας ή σε συγγραφέα ή καλλιτέχνη από άλλα έργα ή ομοτέχνους του: O Παλαμάς δέχτηκε στο έργο του πολλές ξένες επιδράσεις.