Το «παράδοξο» τής γλώσσας  

Στην γλώσσα συμβαίνει το εξής «παράδοξο»:

Σε απαιτητικές ιδίως μορφές επικοινωνίας ο ομιλητής ξεκινάει από μια περισσότερο ή λιγότερο γενική όσο και ακαθόριστη στα επιμέρους της ιδέα (την «κεντρική ιδέα») τού κειμένου του —προφορικού ή γραπτού— και κατά την ομιλία «κτίζει» το κείμενό του:  από τις έννoιες προχωρεί  στανοήματα (ήτοι από τις λέξεις στις προτάσεις), από τα νοήματα προχωρεί στις νοηματικές ενότητες (ήτοι από τις προτάσεις στις προτασιακές ενότητες ή παραγράφους στο γραπτό κείμενο), και από τις νοηματικές ενότητες καταλήγει στο νοηματικό όλον (ήτοι από τις προτασιακές ενότητες στο κείμενο).

Είναι μια νοηματική και γλωσσική πορεία στο επίπεδο τής ομιλίας (τής γλωσσικής πραγμάτωσης) από τα επιμέρους στο σύνολο, και υπ’ αυτή την έννοια από το  ειδικό στο γενικό μέσω τής εξειδίκευσης, ενώ η σύλληψη τού κειμένου καθ’ εαυτήν είναι μια αντίστροφη πορεία στο επίπεδο τού λόγου από το γενικό στο ειδικό! Χωρίς την σύλληψη δεν υπάρχει η γλωσσική πραγμάτωση∙ χωρίς την γλωσσική πραγμάτωση δεν υπάρχει στην πράξη, ήτοι δεν βρίσκει διέξοδο η σύλληψη. Είναι μια αμοιβαία πορεία συμπληρωματικού χαρακτήρα.

Όπως είναι φανερό, κατά τρόπο «οιονεί παράδοξο» ο απαρτισμός τού κειμένου είναι στην πράξη μια πορεία «ανάπτυξης» νοηματικής και γλωσσικής, στην ουσία μια πορεία  εξειδίκευσης τής κεντρικής ιδέας. Υπ’  αυτή την έννοια μπορούμε να μιλάμε και  για εξειδίκευση σε επίπεδο κειμένου, όπου η εξειδίκευση ταυτίζεται με την ανάπτυξη τής κεντρικής ιδέας. Βεβαίως,  αυταπόδεικτη και  εμπειρικά περισσότερο αισθητή στον ομιλητή είναι η εξειδίκευση σε λεξιλογικό,  γραμματικό και συντακτικό επίπεδο.

Από το άρθρο μου στο ΒΗΜΑ της Κυριακής 19.11.2023

Ετικέτες: παράδοξο

Εκτύπωση Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο