Σύρος  - Συριανός - Συρία - Σύριος

Καταχωρήθηκε στο Λεξιλογικά

Επειδή το Συριακό εξελίσσεται (από παλιά) και σε … γλωσσικό πρόβλημα, θα μπορούσε προς αποφυγή σύγχυσης να ακολουθείται η χρήση που έχω προτείνει ήδη στο Λεξικό μου, την οποία και παραθέτω εδώ.

Σύρος - Συριανός - Συρία - Σύριος 

αρχικά: 

—η Σύρος > Σύρ-ιος (οι Σύριοι = οι κάτοικοι τής Σύρου) 

— η Συρία > Σύρ-ος (οι Σύροι = οι κάτοικοι τής Συρίας). 

αργότερα (και λόγω τής αβεβαιότητας στη χρήση των όρων):

η Σύρος > Συριανός [για λόγους «γλωσσικής προφύλαξης», επειδή το Σύριος έδινε την εντύπωση ότι συνδέεται κυρίως με τη Συρία, ότι είναι το όνομα των κατοίκων τής Συρίας και όχι τής Σύρου]

η Συρία > Σύρ-ιος [αντί Σύρος, που συνέπιπτε με το όνομα τής ελληνικής νήσου Σύρος∙ άλλωστε, η ονομασία Σύριος χρησιμοποιήθηκε ήδη στην Αρχαιότητα παράλληλα προς το  Σύρος]

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Συριανός. Κατά τα πολλά αντίστοιχα ονόματα  σε -ιανός (Σφακιανός, Ψαριανός, Kαλαματιανός κ.λπ.) σχηματίστηκε επίθετο συριανός (συριανό λουκούμι), από το οποίο και η ονομασία των κατοίκων  Συριανός / Συριανοί  

Συριακός, το επίθ. από το Συρία (συριακή γλώσσα)

Εκτύπωση