Γλωσσική επιδημιολογία!

Καταχωρήθηκε στο Λεξιλογικά

Αφιερώνεται με ευχαριστίες στον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα

Λόγω τής σπουδαιότητας τής έννοιας «δήμος» στην Αρχαία Ελλάδα πλάστηκαν από παλιά πολλά σύνθετα ρήματα και ουσιαστικά σε -δημώ (απόδημος > αποδημώ) και σε -δημία (αποδημώ > αποδημία). 

ενδημία = η μόνιμη εμφάνιση μιας νόσου σε ορισμένη περιοχή

επιδημία = η προσωρινή εμφάνισή μιας νόσου σε ορισμένη περιοχή  (τελευταία λέγεται και για τις άδειες των αρχαιολόγων για μετάβαση στα ερευνητικά κέντρα και στις βιβλιοθήκες τής Αθήνας και τής Θεσσαλονίκης ! ) 

πανδημία = η επιδημία που εξαπλώνεται πολύ γρήγορα και προσβάλλει ολόκληρο τον πληθυσμό συγκεκριμένης περιοχής (χώρας, ηπείρου, ολόκληρου τού κόσμου)

αποδημία = η μόνιμη διαμονή κάποιου σε ξένη χώρα (αλλά «απεδήμησε εις Kύριον» σημαίνει «πέθανε»!)

παρεπιδημία = η προσωρινή διαμονή σε ξένη χώρα. 

εκδημία = 1. (σπανιότερα) η απομάκρυνση κάποιου από την πατρίδα και η μετάβαση σε ξένη χώρα∙ 2)  (συχνότερα) η εγκατάλειψη τής γης και τής ζωής, δηλ. η μετάβαση κάποιου στον άλλο κόσμο, ο θάνατος.

επιδημιολογική κρίση; 

Άστοχος όρος, διότι αναφέρεται στην επιδημιολογία, όχι στην ίδια την επιδημία! Ορθή διατύπωση είναι επιδημιακή (ή και επιδημική) κρίση, ενώ θα πούμε επιδημιολογική έρευνα. 

Το ίδιο αστόχημα  παρατηρείται και μεταξύ τού περιβαλλοντολογικός και περιβαλλοντικός.
 Σωστό: περιβαλλοντική ρύπανση (τού περιβάλλοντος). Λάθος: περιβαλλοντολογική ρύπανση (τής περιβαλλοντολογίας!), ενώ θα πούμε περιβαλλοντολογική έρευνα. 

Εκτύπωση