εξόφθαλμος

(συχνά κακόσημο) αυτός που γίνεται αμέσως αντιληπτός, καταφανής· οφθαλμοφανής, ολοφάνερος.

~ αβλεψία / αδικία / πέναλτι / λάθος / αντίφαση

«Τα κομματικά επιτελεία δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται σοβαρά για την εξόφθαλμη κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης»

«Στα σχετικά βίντεο η καταστροφή τού αρχαιολογικού χώρου είναι παραπάνω από εξόφθαλμη»

ΕΤΥΜ. αρχαία λ. ἐξόφθαλμος «αυτός που έχει μάτια που προεξέχουν» < ἐξ + ὀφθαλμός. Ήδη από την ελληνιστική εποχή η λ. έφτασε να σημαίνει «ολοφάνερος, καταφανής».

ΣΧΟΛΙΟ

εξόφθαλμος ή εξώφθαλμος; Η λ. δεν έχει σχηματιστεί από το επίρρημα έξω, πράγμα που αποδεικνύει λανθασμένη τη γραφή με -ω-: *εξώφθαλμος. Η σωστή γραφή είναι με -ο-: εξόφθαλμος.

Εκτύπωση Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο