χειραγωγώ

(συνήθως μτφ.-κακόσημο) οδηγώ (κάποιον) στην κατεύθυνση που θέλω· (κατ’ επέκταση) επιβάλλω σε (κάποιον) την εξουσία μου· ποδηγετώ, καθοδηγώ.

~ τη βούληση / την αγορά / τους πολίτες / τις μάζες / συνειδήσεις / το πλήθος || χειραγωγούμενη δημοσκόπηση / χειραγωγούμενος ψηφοφόρος || χειραγωγημένος ιδεολογικά / πολιτικά / πνευματικά / ολοκληρωτικά

«Οι δημαγωγοί προσπαθούν να χειραγωγήσουν τον λαό και να τον κατευθύνουν να συναινέσει στις αποφάσεις τους»

«Οι δύο ομάδες τής Β΄ Εθνικής κλήθηκαν στην Πειθαρχική Επιτροπή με την κατηγορία ότι χειραγώγησαν τους δύο μεταξύ τους αγώνες»

«Τα χειραγωγημένα, ακόμα και τα κατασκευασμένα, ρεπορτάζ αυξάνονται συνεχώς, συνήθως μάλιστα εμφανίζονται να στηρίζονται σε “ανώνυμες πηγές”»

ΕΤΥΜ. ελληνιστική λ. χειραγωγῶ  «οδηγώ κρατώντας από το χέρι» < χειραγωγός < αρχ. χείρ + αρχ. ἀγωγός (< ἄγω «οδηγώ»). Ήδη ελληνιστική είναι η σημασία «καθοδηγώ, κατευθύνω (συχνά ποδηγετώντας ή επιβαλλόμενος σε κάποιον)» (πβ. Διοδ. Σικελ. Βιβλ. ἱστ. 37.30.1: τοὺς ἄφρονας χειραγωγεῖ πρὸς τὰ φαῦλα τῶν ἔργων)

Εκτύπωση Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο