κόμη (κομμώ, κόμμωση) – κώμη (κωμόπολη) – κόμμι (γόμμα)

Καταχωρήθηκε στο Λεξιλογικά

αρχ. κόμη «μαλλιά»: αρχ. κομῶ «περιποιούμαι» (πβ. γηροκομώ, νοσοκόμος κ.‌λπ.) >  αρχ. κομμώ (η) «η ιέρεια που φρόντιζε το άγαλμα τής θεάς Aθηνάς στον Παρθενώνα» (τα δύο -μ- οφείλονται σε εκφραστικό διπλασιασμό) > κομμῶ «καλλωπίζω, περιποιούμαι (τα μαλλιά)» με παράγωγα κόμμωση, κομμώτρια, κομμωτήριο κ.ά. Σήμερα το κόμη σώζεται μόνο σε αρχαιοπρεπείς εκφράσεις («Τρέφει πλουσία κόμη»).

αρχ. κώμη «κατοικημένη περιοχή, μικρότερη από την πόλη και μεγαλύτερη από το χωριό, κωμόπολη»  < πιθ. κεῖμαι (από την ίδια ρ. είναι τα λατ. civis «πολίτης»)

αρχ. κόμμι (το) < αιγυπτ. kmjt, γνωστό ως «ελαστικό κόμμι». Το ελλην. κόμμι έδωσε το λατ. gummi, από όπου το ιταλ. gomma, που ξαναγύρισε στα Eλληνικά (αντιδάνειο) ως γόμμα!

Εκτύπωση