κοίμηση

Καταχωρήθηκε στο Λεξιλογικά

ΕΚΚΛΗΣ. (α) ο θάνατος:  «στις 15 Aυγούστου γιορτάζουμε την Κοίμηση τής Θεοτόκου»

ΣΥΝ.  ΕΚΚΛΗΣ.) (α) (για ιερά πρόσ.) θάνατος, τέλος, τελευτή (λόγ.), εκδημία (λόγ.) (β) (με κεφ., ειδικά για τη Θεοτόκο) Μετάσταση

(β) Κοίμηση τής Θεοτόκου (i) το αντίστοιχο εικονογραφικό θέμα (ii) (συνεκδ.) ο ναός που είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση τής Θεοτόκου.

κοιμούμαι […] 2. (συνεκδ.) ΕΚΚΛΗΣ. (για αγίους, ιερείς, μοναχούς κ.‌λπ., αλλά και για λαϊκούς) πεθαίνω: «ο άγιος εκοιμήθη στα εξήντα του χρόνια» ΣΥΝ. αποδημώ εις Kύριον

ΕΤΥΜ. < κοιμοῦμαι < αρχ. κοιμῶμαι «ξαπλώνω, πέφτω για ύπνο», μέση φωνή τού ρ. κοιμῶ (-άω) «κοιμίζω, ηρεμώ» — κοιμίζω αρχ. < *κοίμᾱ / *κοῖμος, που εκφράζει την ιδέα τής κατάκλισης για ύπνο, < κεῖμαι  

Εκτύπωση