συλφίδα

Καταχωρήθηκε στο Λεξιλογικά

(µτφ.) γυναίκα µε αέρινη, λυγερόκορµη εµφάνιση.

«Μην πιστεύεις δίαιτες που υπόσχονται ότι θα σε κάνουν συλφίδα σε χρόνο ρεκόρ»

«Συλφίδες έως θανάτου» ήταν ο τίτλος τού ντοκιμαντέρ για τη νευρική ανορεξία»

 «Μα και το παιδί δεν απόδειχνε καμμιά δυσαρέσκεια, μόνο που ήτον ιδρωμένο και ξεφυσούσε, γιατ’ ήτον ο χορός, ο μάγος ο χορός που ξετύλιζε τη χοντρή ψυχούλα απ’ τα πάχητα και την έκανε συλφίδα»       (Κωνσταντίνος Χρηστομάνος)

ΕΤΥΜ. λόγια λέξη τής Νέας Ελληνικής, μεταφορά τού γαλλ. sylphide «νεράιδα – (μτφ.) λυγερή γυναίκα» < sylphe (σύλφη) < νεολατ. sylphus λ. που πλάστηκε από τον Παράκελσο (1493-1541), μάλλον από συμφυρμό τού λατ. sylva (παράλλ. τ. τού silva «δάσος») και τού αρχ. νύμφη. Κατ’ άλλη εκδοχή, η λέξη έχει κελτική αρχή  («νεράιδα τής κελτικής μυθολογίας»)

Εκτύπωση