θεσπέσιος

εξαιρετικά ωραίος· θαυμάσιος, έξοχος, υπέροχος.

~ γυναίκα / έργο / θέαμα / ύπαρξη / κορμί / γεύσεις / ψαλμωδίες

 «Το καλό μας φαγητό, το θεσπέσιο κρασί μας και η ζεστασιά των ανθρώπων τής ταβέρνας ολοκληρώνουν το γευστικό σκηνικό»

«Το φυσικό περιβάλλον τής Τήνου κρύβει θεσπέσιες ομορφιές και εκπλήξεις για τον επισκέπτη»

     Τού θεσπεσίου γέροντος

     ιερά κεφαλή·

     φωνή ευτυχής ’που ευφήμησας

     τής κλεινής Αχαΐας

     τ’ άριστα τέκνα. (Ανδρέας Κάλβος)

θεσπέσια / θεσπεσίως επίρρ.

ΕΤΥΜ. αρχαία λ., αρχικώς «θεόπνευστος – προφητικός», < *θέσ-σπε-τος < θεός (από αρχαϊκό θέμα *θεσ-, πβ. θέσφατο) + θέμα τού ρήματος ἐννέπω «αναγγέλλω, διηγούμαι» (Όμηρ. «Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον» ). Ήδη από την Αρχαιότητα το επίθετο θεσπέσιος έφτασε να σημαίνει «εξαιρετικός, θαυμάσιος (υπερφυσικά θαυμαστός)».

Εκτύπωση Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο