βεληνεκές

Καταχωρήθηκε στο Λεξιλογικά

Κυριολεκτικά η λ. δηλώνει την εμβέλεια βλήματος όπλου∙ (μτφ.) η απήχηση, η επιρροή στο κοινωνικό σύνολο.

ηγέτης μεγάλου πολιτικού ~ || πνευματικό / συγγραφικό / διανοητικό ~

«Αν και έπαιξε σε μεσαίου βεληνεκούς ομάδα, κατάφερε να σπάσει τα στενά όριά της και να γίνει μεγάλος σταρ»

«Σε έναν οργανισμό τού βεληνεκούς και τού σκοπού τής Παγκόσμιας Τράπεζας, η διαφθορά οπωσδήποτε δεν μπορεί να γίνεται ανεκτή»

«Στο έδαφος τής χώρας βρίσκονται ερευνητικά κέντρα που ανήκουν σε τεχνολογικούς κολοσσούς παγκόσμιου βεληνεκούς»

ΕΤΥΜ. λόγια λέξη [1870] τής Νέας Ελληνικής, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο τού επιθέτου βεληνεκής < βέλος + -ενεκ- (με έκταση τού αρκτικού φωνήεντος λόγω τής συνθέσεως) -ηνεκής, το οποίο ανάγεται στον αρχ. αόριστο ἤνεγκα / ἤνεγκον με βάση το θ. ἐνεκ- / ἐνεγκ-,  που χρησιμοποιήθηκε ως αόριστος τού φέρω. Παρόμοια σχηματισμένο είναι το επίθετο διηνεκής (< *δι-ενεκ-ής) «διαρκής, συνεχής, ακατάπαυστος» και το μεσν. διένεξις (< *δι-ενεκ-σις) «διαφορά, φιλονικία»

Εκτύπωση