απώλεια

Καταχωρήθηκε στο Λεξιλογικά

[…] 4. (ειδικότ. για πρόσ.) (α) το κενό που αφήνει κάποιος με τον θάνατό του· ο θάνατος: πρόωρη / οδυνηρή ~ || η ~ συγγενούς / προσφιλούς προσώπου (β) απώλειες (οι) νεκροί σε πολεμική επιχείρηση: οι ~ τού εχθρού ανέρχονται σε αρκετές δεκάδες

ETYM. < αρχ. ἀπώλεια [ήδη τον 5ο αι. π.Χ. στον Ιπποκράτη, πβ. Περὶ παθ. 1.77-8: τοῖσι πολλοῖσιν ὑποτροπιάσασα ἡ νοῦσος αἰτίη ἀπωλείης ἐγένετο] < ρ. ἀπόλλυμι / ἀπολλύω «χάνω, καταστρέφω» < ἀπό- + ὄλλυμι «καταστρέφω, αφανίζω – θανατώνω, σκοτώνω»  [από όπου ολετήρας, ὄλεθρος (εξ-ολοθρεύω), απολωλός εξώλης και προώλης]

Η λέξη απώλεια, μολονότι από το ὄλλυμι,  ορθογραφείται με -ω-, ακολουθώντας τον κανόνα τής συνθετικής έκτασης, που έχει την αφετηρία του στην Αρχαία Ελληνική. (πβ. ομαλός – ανώμαλος, οδύνη –επώδυνος )

 ΠΡΟΣΟΧΗ!  Γράφουμε: απώλεσα, απωλέσθη (οριστική), αλλά απολεσθέντα αντικείμενα (μετοχή).

Εκτύπωση