νάμα

Καταχωρήθηκε στο Λεξιλογικά

  1. 1. νερό που αναβλύζει από πηγή και κυλά· (γενικότερα) τρεχούμενο νερό.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

«Ιορδάνη, ρεύσε τα νάματα, ίν’ ανασκιρτήση τα ύδατα». (κάλαντα Φώτων)

  1. 2. (μτφ.) νάματα (τα) οτιδήποτε διαθέτει αναζωογονητική δύναμη, αποτελεί πηγή ζωής, έμπνευσης κ.λπ.

ΧΡΗΣΕΙΣ_τα ~ τής παιδείας / τής σοφίας / τής θρησκείας / τής γνώσης

Σε αυτούς τους μισόσβηστους πυρήνες μεταλαμπάδευσαν οι Έλληνες τής Διασποράς τα νάματα τού Διαφωτισμού.

Κύρια μέριμνα τού σχολείου εκείνα τα χρόνια ήταν να γαλουχήσει τα παιδιά στα νάματα τής Ορθοδοξίας και τού Ελληνισμού.

  1. 3. το κόκκινο και γλυκό κρασί που χρησιμοποιείται κατά την τέλεση τού μυστηρίου τής Θείας Eυχαριστίας.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

Προσφέροντας στην Εκκλησία το πρόσφορο και το νάμα, πού μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Χριστού, δίνουμε κάτι που φτιάξαμε με κόπο.

Βλ. λ. κρήνη, κρουνός

1.
 (…) κρουσταλένια κι’ αργυρογάργαρη βρυσούλα (…) στη ρίζα τής βελανιδιάς, που έδινε, με το νάμα της, ζωή και την έκανε να βγάζη φύλλα. ##(Χρήστος Χρηστοβασίλης)

2.
"Συνάδελφο με κράζεις ποιητή,

εσύ, πηγή ύδατος αλλομένου,

νάμα ψαλμού ζωής, πατρίδας αίνου,

που αιώνια Ελλάδα βουίζει θαυμαστή." (Μικέλης Άμβλιχος)

 ΕΤΥΜ. αρχαία λ. νᾶμα «πηγή - τρεχούμενο νερό, ρυάκι» < νάω «ρέω, κυλώ». Η εκκλησιαστική σημασία «κρασί που χρησιμοποιείται για τη μετάληψη» είναι μεσαιωνική.

Εκτύπωση