ψυχή

Καταχωρήθηκε στο Λεξιλογικά

ΕΤΥΜ. αρχ. (υποχωρητ. σχηματισμός) < ρ. ψύχω «πνέω, φυσώ» (με παραγ. τέρμα -χω, πβ. αρχ. τρύ-χω – τρύω «εξαντλώ, φθείρω, αναλίσκω», σμή-χω – σμήω «καθαρίζω με σαπωνώδη αλοιφή») < *ψύω < *bhs-u-, μεταπτωτ. βαθμίδα τού *bhs-eu- (παρεκτεταμένη μορφή τής Ι.Ε. ρίζας *bhes- «φυσώ, σφυρίζω») || σανσκρ. bhástrā- «ασκί – φυσερό», βεδ. á-psu- «χωρίς πνοή, αδύναμα», αρμ. sut «ψέμα» || αρχ. ψύθ-ος (τό) «ψέμα», ψιθ-υρ-ίζω (πιθ. με ανομοίωση < *ψυθ-υρ-ίζω, βλ.λ.), ψεύδ-ομαι (βλ.λ.). Είναι πιθ. ότι τα ομώνυμα ρ. ψύχω «πνέω, φυσώ» και ψύχω «παγώνω, κρυώνω» ταυτίζονται, εφόσον το κρύο μπορεί να οφείλεται σε ψυχρό άνεμο και η υπόθεση ότι πρόκειται για το ίδιο ρήμα τείνει να γίνει περισσότερο αποδεκτή. ☛ ΣΧΟΛΙΟ λ. ψεύδομαι.

ΣΗΜΑΣ. αρχική σημ. «ανάσα, πνοή» ’ αρχ. σημ. «ζωή» (πβ. Ομήρ. Ἰλ. Χ 338: λίσσομ’ ὑπὲρ ψυχῆς καὶ γούνων σῶν τε τοκήων «τη ζωή σου να χαρείς και των γλυκών γονέων», μετάφρ. Ι. Πολυλά· πβ. Κ.Δ. Ιωάνν. 10,11: ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων) ’ αρχ. σημ. «ο άνθρωπος ως προσωπικότητα, το σύνολο των αισθημάτων, επιθυμιών και απόψεων που απαρτίζουν το είναι τού ανθρώπου» (πβ. Πλάτ. Ἀπολ. 30b: μήτε σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων πρότερον μηδὲ οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψυχῆς ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται· ειδικότ. για τα ηθικά ή πνευματικά χαρακτηριστικά τού ανθρώπου, πβ. Πλάτ. Νόμ. 770d: τὴν ἀνθρώπῳ προσήκουσαν ἀρετὴν τῆς ψυχῆς ἔχων· Ξενοφ. Οἰκον. 20.15.1-2: ἀργία ἐστὶ σαφὴς ψυχῆς κατήγορος κακῆς) ’ αρχ. σημ. «άυλη ουσία που εγκαταλείπει το σώμα μετά τον θάνατο» (βρίσκεται στον μυθικό κάτω κόσμο, πβ. Ομήρ. Ἰλ. Η 330: ψυχαὶ δ’ Ἄιδος δὲ κατῆλθον· είναι αθάνατη, πβ. Ηροδ. Ἱστ. 2.123: πρῶτοι δὲ καὶ τόνδε τὸν λόγον Αἰγύπτιοί εἰσι οἱ εἰπόντες, ὡς ἀνθρώπου ψυχὴ ἀθάνατός ἐστι) ’ αρχ. σημ. (μτφ.) «ουσία» (πβ. Ισοκρ. Ἀρεοπαγ. 20.7-8: ἔστι γὰρ ψυχὴ πόλεως οὐδὲν ἕτερον ἢ πολιτεία) ’ αρχ. σημ. (ειδικότ.) «πεταλούδα» (πβ. Αριστ. Ζῴων Ἱστ. 551a: γίνονται δ’ αἱ μὲν καλούμεναι ψυχαὶ ἐκ τῶν καμπῶν). Η ψυχή υπήρξε το επίκεντρο εκτενών φιλοσοφικών και θεολογικών πραγματειών από την Αρχαιότητα αλλά και κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες (μεταξύ γνωστικών, νεοπλατωνικών φιλοσόφων και εκκλησιαστικών Πατέρων) σχετικά με την υπόστασή της, πόσα και ποια είναι τα μέρη της, καθώς και πώς μετέχει τής θεϊκής ουσίας. ☛ ΣΧΟΛΙΟ λ. ξεψυχώ.

ΕΤΥΜ. ΠΕΔΙΟ

ψυχικός < αρχ. ψυχ-ικός «σχετικός με την ψυχή» [ήδη τον 4ο αι. π.Χ. στον Αριστοτέλη, Ἠθ. Νικ. 1117b.27-29: περὶ ποίας οὖν τῶν ἡδονῶν, νῦν ἀφορίσωμεν. διῃρήσθωσαν δὴ αἱ ψυχικαὶ καὶ αἱ σωματικαί] ’ το ουσιαστικοπ. ουδ. ψυχικόν αποκτά επίσης τη μεσν. σημ. «πράξη ελέους, ελεημοσύνη»

ψυχ-ισμός, λόγ. [1863], μεταφορά τού ελληνογενούς γερμ. Psychismus ή γαλλ. psychisme

ψυχ-ώνω < ελνστ. ψυχ-ῶ (-όω) «δίνω ψυχή ή ζωή σε κάτι»

ψύχω-ση, λόγ. [1893], μεταφορά τού ελληνογενούς γαλλ. psychose

ψυχω-τικός, λόγ. [1888], μεταφορά τού ελληνογενούς γαλλ. psychotique.

ΣΥΝΘ. ψυχ(ο)-: ψυχο-φθόρος (βλ.λ.), ψυχο-πομπός (αρχ.), ψυχο-βλαβής (ελνστ.), ψυχο-κτόνος (ελνστ.), ψυχο-μαχώ (ελνστ.), ψυχο-λατρία (μεσν.), ψυχο-πονώ (μεσν.), ψυχο-σωτήριος (μεσν.), ψυχ-ασθενής (λόγ. [1895]), ψυχ-ανεμίζομαι, ψυχο-βγάλτης, ψυχο-γράφημα, ψυχο-πλάκωμα, ψυχο-φάρμακα, ψυχο-παίδι «θετό παιδί», ψυχο-γυιός, ψυχο-κόρη – (ελληνογενείς ξέν. όροι): ψυχ-ασθένεια (μεταφορά τού αγγλ. psychasthenia), ψυχ-ίατρος (λόγ. [1874], μεταφορά τού γαλλ. psychiatre), ψυχ-ιατρείο (λόγ. [1891]), ψυχο-γράφος (μεταφορά τού γαλλ. psychographe), ψυχό-δραμα (μεταφορά τού γερμ. Psychodrama), ψυχο-θεραπεία (λόγ. [1893], μεταφορά τού γαλλ. psychothérapie), ψυχο-θεραπευτής (λόγ. [1894]), ψυχο-παθολογία (μεταφορά τού αγγλ. psychopathology), ψυχο-σύνθεση (μεταφορά τού αγγλ. psychosynthesis, είδος ψυχοθεραπείας), ψυχο-σωματικός (λόγ. [1891], μεταφορά τού γαλλ. psychosomatique) κ.ά.

-ψυχος: ά-ψυχος, εφτά-ψυχος, έμ-ψυχος, ολιγό-ψυχος, γενναιό-ψυχος, κακό-ψυχος, μεγαλό-ψυχος, καλό-ψυχος, ολό-ψυχος, ομό-ψυχος, πονό-ψυχος, λιπό-ψυχος, λιονταρό-ψυχος, σκληρό-ψυχος, μικρό-ψυχος, εύ-ψυχος, σύ-ψυχος, εσώ-ψυχος κ.ά.

-ψυχία: ολιγο-ψυχία, γενναιο-ψυχία, μεγαλο-ψυχία, καλο-ψυχία, ομο-ψυχία, λιπο-ψυχία, μικρο-ψυχία, ευ-ψυχία κ.ά.

-ψυχώ: ξε-ψυχώ, (ο)λιγο-ψυχώ, λιπο-ψυχώ, μικρο-ψυχώ κ.ά.

-ψυχώνω: εμ-ψυχώνω, μετεμ-ψυχώνω.

Εκτύπωση