ολοσχερής

Καταχωρήθηκε στο Λεξιλογικά

ολοσχερής (-ής, -ές)

(συνήθως με αρνητική χροιά) αυτός που εμφανίζεται, που συμβαίνει σε πλήρη, απόλυτο βαθμό· ολοκληρωτικός.

ΧΡΗΣΕΙΣ_~ ερήμωση / διάλυση / ανατροπή

Το βιβλίο αυτό είναι μικρή συμβολή στη διάσωση μερικών εκατοντάδων λέξεων που έχουν περιπέσει σε σχεδόν ολοσχερή αχρησία.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

Η πορεία τού πλανήτη προς ολοσχερή κλιματική καταστροφή μοιάζει αναπόφευκτη και οι συνέπειες θα είναι απροσμέτρητες.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

Η εκμετάλλευση τού χαλκού στην Αρχαιότητα είναι υπεύθυνη για τη σχεδόν ολοσχερή εξαφάνιση των πλούσιων δασών που κάποτε σκέπαζαν το νησί.

- ολοσχερώς επίρρ.

ΕΤΥΜ. αρχαία λέξη ὁλοσχερής «ολόκληρος, πλήρης» < ὅλος + *σχερός «συνέχεια, ακολουθία» (μόνο στη φράση ἐν σχερῷ «αδιάκοπα, ακατάπαυστα»), το οποίο ανάγεται σε θέμα τού ρήματος ἔχω (πβ. επίσης σχέ-ση). Ήδη από την Αρχαιότητα το επίθετο ολοσχερής έφτασε να σημαίνει επίσης «ολοκληρωτικός».

Εκτύπωση