Ευρώπη

Ευρώπη< αρχ. Εὐρώπη [ήδη στον Ομηρ. Ύμνο Εἰς Ἀπόλλωνα], τοπωνύμιο για το οποίο έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις.

Ορισμένοι θεωρούν ότι έχει προελλην. αρχή, ενώ άλλοι το παράγουν από τα αρχ. εὐρώς, -ῶτος «μούχλα, υγρασία» και ὤψ «όψη», που αν δεν πρόκειται για παρετυμολογία, θα σήμαινε αρχικά «νοτισμένος, υγρός, σε σκιερό μέρος».

Πιθανότερη φαίνεται η υπόθεση (τού Chantraine) ότι η ονομασία θα μπορούσε να ανάγεται στο επίθ. εὐρωπός «ευρύς»
(Ευρ. Ἰφιγ. ἐν Ταύροις 263, 626), ενώ η ίδια αναγωγή θα επέτρεπε την υπόθεση αρχικής, κυριολεκτικής σημασίας τής λέξης από τη φράση (ἔχουσα) εὐρεῖς ὦπας «μεγάλα μάτια».

Έχει ακόμη προταθεί η σημιτική αναγωγή τού τοπωνυμίου σε λέξεις που δηλώνουν τη δύση τού ηλίου, σε αντίθεση με τις χώρες τής Ασίας που δηλώνουν την ανατολή τού ηλίου.

Όπως προκύπτει από αρχ. μαρτυρίες, η λ. αναφερόταν αρχικά στην ηπειρωτική χώρα σε αντιδιαστολή προς την Πελοπόννησο και τα νησιά, αλλά αργότερα δήλωσε τον χώρο που βρίσκεται απέναντι από τη Μικρά Ασία και τη Λιβύη.

Από την Ελληνική έχει προέλθει η ονομασία τής ηπείρου σε διάφορες γλώσσες, π.χ. αγγλ. και γαλλ. Europe, γερμ. Europa κ.ά.

ΕΤΥΜ. ΠΕΔΙΟ

Ευρωπαίος < αρχ. Εὐρωπα-ῖος (πβ. Ιπποκρ. Περὶ ἀέρων, ὑδάτων, τόπων 16.2-3: ἀπολεμώτεροί εἰσι τῶν Εὐρωπαίων οἱ Ἀσιηνοὶ, καὶ ἡμερώτεροι τὰ ἤθεα)
ευρωπα-ϊκός, λόγ. [1840], < Ευρωπα(ίος) + παραγ. τέρμα -ικός 
Πολλοί σύγχρονοι όροι είναι μεταφρ. δάνεια, πβ. Ευρωπαϊκή Ένωση (αγγλ. European Union), Ευρωπαϊκή Επιτροπή (γαλλ. Commission Européenne), Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (γαλλ. Conseil Européen) κ.ά.
ευρωπαϊσμός, λόγ. [1888], μεταφορά τού ελληνογενούς γαλλ. européanisme
ευρωπα-ϊστής < ευρωπα(ϊσμός) + παραγ. τέρμα -ιστής.

ΣΥΝΘΕΤΑ ευρω-: ευρω-αγορά (μεταφρ. δάνειο από αγγλ. Euromarket), ευρω-ατλαντικός (μεταφορά τού ελληνογενούς αγγλ. Euro-Atlantic), ευρω-βουλευτής, ευρω-βουλή (μεταφρ. δάνειο από αγγλ. European Parliament), ευρω-εκλογές, ευρω-ζώνη (μεταφορά τού ελληνογενούς αγγλ. eurozone), ευρω-κεντρισμός (μεταφορά τού ελληνογενούς γαλλ. eurocentrisme), ευρω-κοινοβούλιο (μεταφρ. δάνειο από αγγλ. European Parliament), ευρω-λιμένας, ευρω-πύραυλος, ευρω-σκεπτικισμός (μεταφορά τού ελληνογενούς αγγλ. Euroscepticism), ευρω-τράπεζα κ.ά.

ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Πλήθος συνθέτων έχουν παρουσιαστεί (ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες) με α΄ συνθετικό το ευρω-, το οποίο ανάγεται στο τοπωνύμιο Ευρώπη μέσω ελληνογενών όρων από euro- (π.χ. ευρω-ζώνη < αγγλ. Eurozone, ευρω-λίγκα < αγγλ. euroleague, υβριδικό σύνθ.).
Τέτοιοι τύποι συνθέτων αποδίδουν επίσης ξένους όρους, π.χ. ευρω-κοινοβούλιο (< αγγλ. European Parliament).
To ευρω- ως α΄ συνθετικό δηλώνει είτε την Ευρώπη (π.χ. Ευρω-εκλογές) είτε το ευρώ (π.χ. Ευρω-ζώνη – ευρω-ομόλογο), πράγμα που θα δικαιολογούσε την υιοθέτηση ουδετέρου εύρο ή ευρό (το) για το ευρωπαϊκό νόμισμα, προκειμένου να διακρίνεται εν συνθέσει από όρους που αναφέρονται στην Ευρώπη (δηλ. ευρω- και ευρο-).

Ετυμολογικό Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β΄έκδοση). Αθήνα: ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, 2011

Εκτύπωση Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο