Ετυμολογία: νεκρός, σιχτίρ(ι), μελαγχολία, σιλουέτα κ. άλ.

Καταχωρήθηκε στο Ετυμολογικά

 

νεκρός αρχ. < νέκ-υς (με επίθημα -ρός) < I.E. *nek- «θάνατος, νεκρός», πβ. σανσκρ. náśyati «πεθαίνει», λατ. nex, -cis «βίαιος θάνατος», noceo «βλάπτω» (> in-nocens «αβλαβής – αθώος», πβ. γαλλ. innocent) κ.ά. Oμόρρ. πιθ. νέκ-ταρ. Ορισμένες φρ. είναι μεταφρ. δάνεια, λ.χ. νεκρή γλώσσα / εποχή / φύση (< γαλλ. langue / saison / nature morte), νεκρό γράμμα / σημείο (< γαλλ. lettre morte / point mort), νεκρός χρόνος (< γαλλ. temps mort).

σιχτίρ(ι)< τουρκ. (ha) siktir (υβριστ.), από το ρ. siktirmek «συνουσιάζομαι»

μελαγχολία αρχ. < μελάγχολος «σκυθρωπός» < μέλας, -ανος «μαύρος» +-χολος < χολή. H λ. πρωτοαπαντά στον Iπποκράτη, ο οποίος θεωρούσε ότι η ψυχική διάθεση τού ανθρώπου εξαρτάται από τον βαθμό αναμίξεως των σωματικών χυμών, που διαμορφώνει τη σχέση σωματικών και ψυχικών λειτουργιών. H λ. πέρασε σε πολλές ξέν. γλώσσες, πβ. αγγλ. melancholy, γαλλ. mélancolie, γερμ. Melancholie κ.ά.

σιλουέτα< γαλλ. silhouette < φρ. à la silhouette, από το επώνυμο τού Γάλλου υπουργού των Οικονομικών Étienne de Silhouette (1709-67), ίσως επειδή διακοσμούσε το σπίτι του με περιγράμματα μορφών, προκειμένου να αποφεύγει την αγορά ακριβών πινάκων και έργων τέχνης

ύδωρ< αρχ. ὕδωρ, -ατος < θ. ὑδ- < I.E. *ud- «νερό», πβ. σανσκρ. ud-n-ás (γεν.), αλβ. ujë «νερό», λατ. unda «κύμα» (> γαλλ. onde, ισπ. onda), αρχ. γερμ. *watar «νερό» (> γερμ. Wasser, αγγλ. water), λιθ. údra κ.ά. H ρίζα εμφανίζει πρόσθετα επιθήματα ή παρεκτάσεις -r- (*ud-r-, πβ. ὑδρο-, ὑδρ-ία) και -n- (γεν. ὕδα-τος < *ud--tos).

νερό < μεσν. νερό(ν) < (5ος αι.) νηρόν, ουδ. τού μτγν. επιθ. νηρός «πρόσφατος, φρέσκος» (κυρ. για ψάρια), συνηρημένος τ. τού αρχ. νεαρός. H λ. απέκτησε τη σημερινή της σημ. από τη συνεκφορά νεαρὸν / νηρὸν ὕδωρ «φρέσκο νερό», στην οποία το επίθ. υπερίσχυσε τού ουσ. και το αντικατέστησε στην καθημερινή ομιλία.

σενάριο Aντιδάν., < ιταλ. scenario «σκηνικό (θεατρικό) – (αργότερα) σκηνοθεσία – κείμενο θεατρικού έργου» < μτγν. λατ. scēnārium, ουδ. τού επιθ. sc(a)enarius «σκηνικός» < λατ. sc(a)ena < αρχ. σκηνή

τοξικός αρχ., αρχική σημ. «σχετικός με τόξο», < τόξ(ον) + παραγ. τέρμα -ικός. Η αρχ. φρ. τοξικὸν φάρμακον (πβ. Αριστ. Περὶ θαυμασ. ἀκουσμ. 837a· αργότερα τοξικὸν βέλος), που δήλωνε το δηλητήριο με το οποίο οι Κέλτες και οι Σκύθες άλειφαν τα βέλη τους, υπήρξε η αφετηρία τής σημ. «δηλητηριώδης», η οποία πρωτοαπαντά (για το επίθ. τοξικός) στον ιατρό Διοσκουρίδη (1ος αι. μ.Χ.).

σαρδάμ από αναγραμματισμό τού επωνύμου τού ηθοποιού-σκηνοθέτη Αχιλλέα Mαδρά (1875-1972), ο οποίος πρώτος το χρησιμοποίησε με τη σημ. τού μπερδέματος

μέλι αρχ. (ήδη μυκ. me-ri) < I.E. *meli-t «μέλι», πβ. λατ. mel (> γαλλ. κ. ισπ. miel), ιρλ. mil, αλβ. mjaltë κ.ά. Oμόρρ. μελι-χρός, μέλισσα (> *μέλιτ-jᾰ), ίσως και μειλίχιος
ΠΡΟΣΟΧΗ καμία σχέση με μελιταίος πυρετός [ΕΤΥΜ. < αρχ. μελιταῖος < Mελίτη «Mάλτα». Η φρ. μελιταίος πυρετός αποδίδει την αγγλ. Malta fever, επειδή νόμιζαν ότι οφείλεται σε αιγοπρόβατα από τη Μάλτα.

σαρδέλα μεσν.< ιταλ. sardella, που ανάγεται στο λατ. sardus «σαρδήνιος, σαρδηνιακός», από το νησί Σαρδηνία, στις ακτές τού οποίου αλιευόταν το συγκεκριμένο είδος ψαριού

μελαμψός μεσν. < *μελαν-οψός < μέλας «μαύρος» + -οψός < αρχ. ὄψις

Εκτύπωση