Στον Σαράντο Καργάκο που έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες μέρες

Στον Σαράντο Καργάκο που έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες μέρες χωρίς να ζήσει και την πίκρα τής προχθεσινής απόφασης τής Βουλής για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Η ομιλία μου στην κηδεία του.

ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΚΑΡΓΑΚΟΣ (1937-2019)
Τα ελληνικά γράμματα απορφανίζονται σήμερα από μια προσωπικότητα που έλαμπε με τη δυνατή του σκέψη, με την παρρησία του, με την επιστημοσύνη του, με τις τολμηρές παρεμβάσεις και την αιχμηρή του πένα, με τη σπάνια γνώση τής ελληνικής ιστορίας σε εύρος και βάθος και σε ερμηνευτική ικανότητα των ιστορικών φαινομένων, με τη βαθιά αγάπη του για την ελληνική γλώσσα, με τον πρότυπο χειρισμό τού λόγου, προφορικού και γραπτού, με γνήσιο και αδιαμφισβήτητο εθνικό φρόνημα και με έντονο πάντα τον καημό τής Ρωμιοσύνης.

Με τον Σαράντο συνδεόμαστε από τα φοιτητικά μας χρόνια στη Φιλοσοφική Σχολή, φοιτητές με μεγάλους δασκάλους (τον Σταματάκο, τον Μαρινάτο, τον Θεοδωρακόπουλο, τον Ζακυνθηνό), φοιτητές με δημιουργικούς προβληματισμούς και συγκρούσεις ακόμη για μεγάλα πνευματικά ζητήματα όπως η γλώσσα, η λογοτεχνία, η ιστορία μας και βεβαίως η πολιτική. Χωρίστηκαν οι δρόμοι μας εν συνεχεία ακολουθώντας διαφορετική πορεία σταδιοδρομίας, για να επανασυνδεθούμε τις τελευταίες δεκαετίες με ειλικρινή φιλία, εκτίμηση και αγάπη. Έτσι, έζησα από κοντά στις συναντήσεις μας στο αγαπημένο μας Λαύριο και στην Αθήνα την ωριμότητα τής σκέψης του, τα πλούσια συναισθήματά του, τον αγωνιστικό λόγο του για τα μεγάλα προβλήματα τής χώρας, τα γνήσια πατριωτικά του αισθήματα και συνάμα κάποιες επαναξιολογήσεις προσώπων και καταστάσεων σε ειλικρινή εξομολογητικό τόνο ex profundis.

Ο Σαράντος Καργάκος ήταν μια χαρισματική προσωπικότητα. Ήταν πρώτα και πάνω απ’ όλα Δάσκαλος με πάθος για την παιδεία και την εκπαίδευση και με ένα πλήθος από γραπτά του αναφέρονται σ’ αυτήν. Αγαπούσε και γνώριζε επίσης εις βάθος τη λογοτεχνία μας. Αγαπούσε ιδιαίτερα και πίστευε στη γλώσσα ως αξία, αντιτιθέμενος στην απλοϊκή και προκλητική εργαλειακή της αντίληψη και καυτηριάζοντας την κακοποίηση τής γλώσσας μας σε βιβλία του όπως τα γνωστά «Αλαλία» (1986) και «Αλεξία» (1991). Με αίσθηση ευθύνης, που πήγαζε από τη γνώση των θεμάτων, ενδιαφερόταν έντονα για τα εθνικά μας θέματα: μιλούσε δημόσια, αρθρογραφούσε, αγωνιούσε, πικραινόταν, αγανακτούσε, ύψωνε τη φωνή του. Ανάλογο ενδιαφέρον είχε και για τα κοινωνικά και πολιτικά θέματα που όσο ωρίμαζε η σκέψη του τα αντιμετώπιζε απηλλαγμένος από ιδεολογικές δεσμεύσεις, αφού δεν έστερξε ποτέ να δεσμευθεί στενά κομματικά και να ενδώσει στις σειρήνες τής πολιτικής σταδιοδρομίας σε θέσεις που τού προτείνονταν. Τον διέτρεχε ένας υγιής και δημιουργικός «σωκρατικός οίστρος» που τού ξυπνούσε ένα ενδιαφέρον για όλα τα θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο, μεγάλα και μικρά. Με σύνεση και ευαισθησία ασπαζόταν στην πράξη το τού Ρωμαίου Τερέντιου «homo sum; humani nihil a me alienum puto» («Είμαι άνθρωπος∙ τίποτε ανθρώπινο δεν θεωρώ ξένο για εμένα»). Έτσι είχε ένα αυθόρμητο, ειλικρινές, ανθρώπινο ενδιαφέρον για ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία και στην πατρίδα μας που τον οδήγησε και στον χώρο τής δημοσιογραφίας. Ως δημοσιογράφος από τη στήλη που τού εμπιστεύονταν γνωστές εφημερίδες έγραφε υποδειγματικά κείμενα, τα οποία αποτελούσαν κατά κανόνα γενναίες παρεμβάσεις σε καίρια θέματα εθνικής, παιδευτικής και κοινωνικής αυτογνωσίας.
Ο Σαράντος είχε, μεταξύ πολλών άλλων, και το χάρισμα —προϊόν οξύνοιας και πείρας— να ανακαλύπτει και να αναδεικνύει στα κείμενά του το ουσιαστικό και το καίριο. Πάντοτε με επιχειρήματα, με θέση, με πρόταση και πάντοτε μαχητικά —το άλλο χαρακτηριστικό του. Δεν δείλιαζε, δεν ενέδιδε, δεν συμβιβαζόταν. Γι’ αυτό τα κείμενά του προβλημάτιζαν, νουθετούσαν, βοηθούσαν στην ευαισθητοποίηση των αναγνωστών, έστω κι αν ενοχλούσαν μερικούς —συνήθως πρόσωπα τής όποιας εξουσίας. Το κυριότερο : τα κείμενά του δίδασκαν, με τον τρόπο τους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Καργάκος είχε φανατικούς θαυμαστές, που διάβαζαν τα κείμενά του (βιβλία, άρθρα) και έτρεχαν να παρακολουθήσουν τις ομιλίες του και τα μαθήματά του (πράγμα που το ζήσαμε από κοντά τελευταία όταν δίδαξε μαθήματα ιστορίας στη Στοά τού Βιβλίου τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας).

Ο τίτλος τού «συγγραφέα» στον Καργάκο έχει κυριολεκτική σημασία και βαρύτητα. Παρήγαγε ένα μεγάλο έργο (γύρω στα 80 βιβλία), θαυμαστό για την ποικιλία των θεμάτων του και την ποιότητα τής γραφής του, έργο που διαβάζεται με ενδιαφέρον, που φωτίζει και διδάσκει —ιδίως σε θέματα ιστορίας όλων των περιόδων, θέματα γλώσσας και θέματα πολιτικής και πολιτισμού. Ο Καργάκος μπορούσε συγγραφικά και επιστημονικά να αναμετρηθεί με μεγάλα σε σημασία θέματα (από τον Μέγα Αλέξανδρο και το Μακεδονικό, από τη Μικρασιατική καταστροφή και τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο μέχρι την προσφιλή του Σπάρτη αλλά και την Αθήνα), αλλά και με μικρότερα και πιο ειδικά (όπως «Η πολιτική σκέψη τού Παπαδιαμάντη», η «Ολυμπιάδα», «Το Βυζαντινό ναυτικό»). Παράλληλα, είχε τη σπάνια ικανότητα «να ξετρυπώνει» μια ιστορική λεπτομέρεια ή ένα φαινομενικά ασήμαντο συμβάν και να βγάζει από αυτά ένα βάθος και μια σπουδαιότητα που δεν θα μπορούσε κανείς ποτέ πριν να φαντασθεί.

Ο Καργάκος, όπως είχα το προνόμιο να τον ζήσω εγώ σε συχνές και μακρές συζητήσεις μας, είναι ένας διανοητής που ξεκίνησε αρχικά από μια αριστερή —άκαμπτη ίσως στην αρχή (όπως συνήθως συμβαίνει)— ιδεολογία, για να περάσει σταδιακά σε μια ωριμότητα που δεν δεσμευόταν πλέον από καμιά συγκεκριμένη ιδεολογία, μια ωριμότητα που εστίαζε στην απόλυτη ελευθερία τής σκέψης σε συνάρτηση με την πρόοδο και, πάνω απ’ όλα, με τον άνθρωπο και τον ανθρωπισμό και την πατρίδα μας. Τότε είναι που άλλαξε και η παλαιότερη αντίληψή του για τη θρησκεία και εδραιώθηκε ως επιλογή μια νέα σχέση του με την ουσία τής χριστιανικής πνευματικότητας. Αγαπώντας ο ίδιος βαθιά και ειλικρινά τους ανθρώπους ένιωσε ίσως πως η αγάπη, η συγχώρηση και η κατανόηση τού άλλου είναι και δική του πεποίθηση, πράγμα που ανανέωσε και δυνάμωσε την πίστη του.

Ο Σαράντος ως άνθρωπος είχε μια έμφυτη ευγένεια, μια γνήσια αιδημοσύνη και μια γλυκύτητα στη συμπεριφορά του που τον έκαναν αξιαγάπητο. Με ταπεινοφροσύνη, χωρίς αλαζονεία και οίηση —που εύκολα θα μπορούσαν να προκαλέσουν η ευρυμάθεια, η επιστημοσύνη του, η ευρεία αναγνώριση και η αναγνωρισιμότητά του από τα ΜΜΕ, γενικά η όλη του κατάρτιση— απροσποίητα, με την καλή κουβέντα πάντα στο στόμα του μιλούσε και συναναστρεφόταν τους απλούς ανθρώπους ως ίσος προς ίσον, πράγμα που ένιωθαν και εκτιμούσαν οι συνομιλητές του, με σεβασμό πάντα στο πρόσωπό του. Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό (που τον καλούσαν συχνά για διαλέξεις) είχε πλήθος φίλων, γνωστών και θαυμαστών οι οποίοι τον περιέβαλλαν με εκτίμηση και αγάπη.

Ο Σαράντος αγαπούσε τα ταξίδια∙ τον γοήτευαν∙ τού άρεσε η περιπέτεια —χωρίς να το ομολογεί. Είχε συνείδηση περιηγητή και τη δημιουργική περιέργεια τού ιστορικού, τού αρχαίου ἵστορος (από το ἰδεῖν), τού ιστορικού που βλέπει και αφηγείται. Ταξίδεψε πολύ και σε πολλά μέρη ο Σαράντος, πάντοτε με τη Γιάννα, την αγαπημένη σύζυγό του, με την οποία μοίραζε στενά τη ζωή και τη δραστηριότητά του. Τη Γιάννα, στην οποία είχε δικαιολογημένα μεγάλη αδυναμία, τη Γιάννα τον «φύλακα άγγελο» τής ζωής του. Η Γιάννα μαζί με τα άξια και αγαπημένα παιδιά του, τον Γιάννη και τη Ρωξάνη, ως δεμένη οικογένεια γέμισαν τις ευτυχισμένες στιγμές τού Σαράντου, τις καλές ώρες και στάθηκαν πλάι του στις δύσκολες ώρες, αυτές τής επάρατης αρρώστιας που τον έπληξε αλλά δεν τον λύγισε μέχρι τελευταίας στιγμής.
Τώρα ο Σαράντος ξεκίνησε για το τελευταίο και μοιραίο ταξίδι του. Αν κρίνουμε από την καλοσύνη τής ψυχής του και την έντιμη ζωή του, τολμούμε να πούμε ότι τού αξίζει ένας δίκαιος και ευλογημένος προορισμός, για μια ζωή ατελεύτητη. Οι ευχές μας, η αγάπη μας, οι αγαθές μνήμες από τις κοινές στιγμές μας, οι προσευχές μας θα τον συνοδεύσουν στο ταξίδι του αυτό προς την αιώνια ζωή —για όσους πιστεύουμε.