Το νόημα τής συναίνεσης στην Παιδεία

Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (Νέες Εποχές)
12 Δεκεμβρίου 2004

        Οι δύο αρχηγοί των μεγάλων κομμάτων τής Βουλής, τής Κυβέρνησης και τής Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, νέοι άνθρωποι στην ηλικία και στη νοοτροπία και οι δύο, έδειξαν ότι μπορούν να συζητήσουν νηφάλια και εποικοδομητικά για τα μεγάλα θέματα τής Παιδείας μας και –το κυριότερο– έδειξαν ότι μπορούν να συγκλίνουν σε ορισμένα θέματα. Φάνηκε δηλ. ότι μπορεί, κατ’ αρχήν, να υπάρξει συναίνεση σε ορισμένα μεγάλα θέματα, αφού με πρωτοβουλία τής Κυβέρνησης και τού αρμόδιου Υπουργείου διατυπωθούν προτάσεις και κατευθύνσεις με συγκεκριμένο περιεχόμενο, τέτοιες που να μπορούν να συζητηθούν και να οδηγήσουν σε εκατέρωθεν δεσμεύσεις. Αυτό φάνηκε λ.χ. στο καίριο θέμα τού ύψους των κονδυλίων για την Παιδεία, στο θέμα τής διεξαγωγής εθνικού διαλόγου για την Παιδεία, στο θέμα τής ανάγκης ριζικών αλλαγών στο σύστημα τής Εκπαίδευσης και στην κοινή παραδοχή τής ανάγκης να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις μιας αναβαθμισμένης, ποιοτικής και ανταγωνιστικής ευρωπαϊκής Ανώτατης Παιδείας.

        Ο διάλογος που άρχισε για την Παιδεία σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών θα είχε τώρα πια νόημα να συνεχισθεί ζωντανά γύρω από ένα τραπέζι με τους ίδιους τους πολιτικούς αρχηγούς, τους συμβούλους και τους συνεργάτες τους έτσι ώστε να προχωρήσει ο διάλογος στην καταγραφή των μεγάλων θεμάτων που χρειάζονται άμεση αντιμετώπιση καθώς και στη χάραξη των βασικών κατευθύνσεων μιας μακροπρόθεσμης εκπαιδευτικής πολιτικής. Αυτό θα πει συναίνεση κι αυτό είναι που χρειάζεται ο τόπος, αν μιλάμε για μια ουσιαστική, δημιουργική και ριζοσπαστική αναδιοργάνωση τής Παιδείας μας, που μόνο με πραγματική συναίνεση των (μεγάλων τουλάχιστον) κομμάτων μπορεί να επιτευχθεί. Αν υπάρξει μια τέτοια συμφωνία στη χάραξη μιας μακροπρόθεσμης δεσμευτικής για τα κόμματα πολιτικής σε κομβικά σημεία, τότε μόνο θα ικανοποιηθεί το κοινό αίσθημα και αίτημα των πολιτών όλων των πολιτικών αντιλήψεων για την ανάγκη να πραγματοποιηθούν σημαντικές αλλαγές και γενναία αναβάθμιση τής Παιδείας μας –Γενικής και Ανώτατης. Αν επιτευχθεί συμφωνία και συναίνεση στις γενικές αυτές αρχές και υπάρξουν δεσμεύσεις ως προς την από κοινού αντιμετώπισή τους, τότε μπορεί να ξεκινήσει ένας γόνιμος διάλογος σε επίπεδο ειδικών και ενδιαφερομένων φορέων, που θα έχει ως αντικείμενο την επεξεργασία, συστηματοποίηση και εξειδίκευση των γενικών αρχών συμφωνίας. Αλλιώς ο εθνικός διάλογος μπορεί να πάρει τη μορφή παράλληλων μονολόγων που θα οδηγήσουν σε συγκρούσεις, συσπειρώσεις και ανάδειξη αντιθέσεων, οι οποίες τελικά θα οξύνουν αντί να επιλύσουν τα χρόνια προβλήματα.

        Τα καίρια θέματα για τα οποία είναι απαραίτητη η συναίνεση για μια ενιαία αντιμετώπιση σε ορατό χρόνο είναι κυρίως τα εξής: 1) Η αύξηση των κονδυλίων για την Παιδεία στο 5% τού Α.Ε.Π. (μακάρι να μπορούσε να ικανοποιηθεί η πρόταση τής Γ. Γραμματέως τού Κ.Κ.Ε. για 5% επί τού Προϋπολογισμού). 2) Η αλλαγή τού συστήματος επιλογής των φοιτητών στα Α.Ε.Ι. με κατάργηση των εξετάσεων στο Λύκειο, ώστε να ξαναβρεί το Λύκειο την πολύτιμη παιδευτική αυτοτέλειά του. Η Σύνοδος των Πρυτάνεων έχει κάνει συγκεκριμένη πρόταση, που και το πρόβλημα θα λύσει και το φοιτητικό δυναμικό των Α.Ε.Ι. θα ενισχύσει και μια σειρά συναφών προβλημάτων θα αντιμετωπίσει στη ρίζα τους (π.χ. το πρόβλημα των μετεγγραφών). 3) Η σωστή κατάρτιση των εκπαιδευτικών με κατάλληλη προετοιμασία στα Α.Ε.Ι. για όσους επιθυμούν να σταδιοδρομήσουν ως εκπαιδευτικοί (κατάλληλο πρόγραμμα, πιστοποιητικό ψυχοπαιδαγωγικής επάρκειας, διδακτική προετοιμασία κ.λπ.). 4) Η θεσμική και οικονομική αυτοτέλεια των Α.Ε.Ι., που όπως είναι σήμερα τα πράγματα αποκλείει την προγραμματισμένη ανάπτυξή τους. 5) Εθνικός προγραμματισμός ως προς την ίδρυση νέων Α.Ε.Ι., τη διασπορά των Τμημάτων τους κατά πόλεις, τον αριθμό των εισαγομένων φοιτητών σε κάθε Τμήμα Α.Ε.Ι., τον προγραμματισμό των αναγκών σε επιστημονικές δυνάμεις που χρειάζεται πραγματικά η χώρα. 6) Η προσαρμογή των Α.Ε.Ι. στο μεταβαλλόμενο σύστημα Ανώτατης Παιδείας στην Ευρώπη σύμφωνα με τις επιταγές μιας εθνικής πολιτικής, που θα υιοθετήσει ό,τι καλό και αναγκαίο (πιστωτικές μονάδες, κινητικότητα, κοινά πτυχία κ.ά.) αλλά θα το προσαρμόσει στις συνθήκες και τις ανάγκες τής χώρας μας (σύστημα αξιολόγησης, διάρκεια σπουδών, κύκλοι σπουδών).

        Δεν έχω άλλο διαθέσιμο χώρο να συνεχίσω ούτε και χρειάζεται να απαριθμηθούν εδώ όλα τα ζητήματα που απαιτούν κοινή αντιμετώπιση. Εκ τού αντιθέτου μόνο θέλω να τονίσω, με τη μακρά πείρα που έχω στα θέματα τής Ανώτατης Παιδείας και τής Παιδείας γενικότερα, ότι αν τελικά η συναίνεση περιορισθεί σ’ έναν αφηρημένο, απροσδιόριστο και αδιέξοδο εθνικό διάλογο ο οποίος δεν θα στηρίζεται σε προσυνεννόηση συναινετικού χαρακτήρα ή αν εστιασθεί λ.χ. στην ίδρυση ενός αμφίβολης ποιότητας ιδιωτικού (μη κερδοσκοπικού – μη κρατικού) Πανεπιστημίου κάποιου Δήμου ή κάποιου φορέα, κανένα σοβαρό πρόβλημα τής Παιδείας μας δεν πρόκειται να λυθεί.


      Τη συναίνεση –ως λεξικογράφος και συνάμα ως γνώστης τής ελληνικής πραγματικότητας– θα την όριζα ως συμφωνία των κομμάτων για μια από κοινού υπέρβαση τού πολιτικού κόστους, ήτοι ως ανάληψη τής πολιτικής ευθύνης να εφαρμοσθούν επιτέλους φανερά σωστές λύσεις, οι οποίες ενοχλούν βεβαίως όσους έχουν βολευτεί ιδιοτελώς σε θεσμικά παγιωμένες καταστάσεις, που τις χρησιμοποιούν ως άλλοθι και ανασταλτικό φραγμό. Οι νέοι πολιτικοί αρχηγοί έχουν την πρώτη τους μεγάλη ευκαιρία να δείξουν στον ελληνικό λαό ότι και θέλουν και μπορούν να εισαγάγουν ένα άλλο πολιτικό ήθος και μια άλλη πολιτική πρακτική.

Εκτύπωση