Διδάγματα τού Κοραή για τη γλώσσα

Ο πνευματικός γίγαντας των Παρισίων Αδαμάντιος Κοραής (1748 -1833) σχολιάζει για την ελληνική γλώσσα:

1.«Χωρὶς τὴν ἀκριβεστάτην εἴδησιν τῆς [ἀρχαίας] Ἑλληνικῆς, ὅστις καταγίνεται εἰς τὸ νὰ διορθώσῃ τὴν Κοινὴν ἤ νὰ δώσῃ εἰς αὐτὴν κανόνας ἤ νὰ κρίνῃ καθ’οἱονδήποτε ἄλλον τρόπον, περιπατεῖ εἰς τὴν σκοτίαν καὶ δὲν ἠξεύρει μήτε ποῦ ὑπάγει μήτε τί κάμνει»

(Ἀλληλογραφία, Β΄ τόμ., σελ. 116)

2. «Ποτὲ ἔθνος δὲν διαστρέφει τὴν γλῶσσαν του χωρὶς νὰ διαστρέψῃ ἐνταυτῷ καὶ τὴν παιδείαν του. Ἡ ἀσυνταξία τῆς γλώσσης συνοδεύει πάντοτε τὴν ἀσυνταξίαν τῶν ἐννοιῶν∙ διότι ὅστις συνεθίζει νὰ καταφρονῇ τοὺς κανόνας τῆς Γραμματικῆς, γρήγορα θέλει καταφρονήσειν καὶ τοὺς κανόνας τῆς Λογικῆς∙ καὶ ἀφοῦ μίαν φορὰν φθάσῃ νὰ ἐμβῇ εἰς τὰς κεφαλὰς ἡ ταραχὴ τὸ ἔθνος καταφέρεται ὡς κύλινδρος ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς δόξης εἰς τῆς ἀδοξίας τὸν βυθόν»
(Προλεγόμενα, σελ.126)

3. «Ἡ γλῶσσα εἶναι ἕν ἀπὸ τὰ πλέον ἀναπαλλοτρίωτα τοῦ ἔθνους κτήματα. Ἀπὸ τὸ κτῆμα τοῦτο μετέχουν ὅλα τὰ μέλη τοῦ ἔθνους μὲ δημοκρατικήν, νὰ εἴπω οὕτως, ἰσότητα∙ κανείς, ὅσον ἤθελε εἶσθαι σοφός, οὔτ’ ἔχει, οὔτε δύναταί ποθεν νὰ λάβῃ τὸ δίκαιον νὰ λέγῃ πρὸς τὸ ἔθνος: “Οὕτω θέλω νὰ λαλῇς, οὕτω νὰ γράφῃς” […] Μόνον ὁ καιρὸς ἔχει τὴν ἐξουσίαν νὰ μεταβάλλῃ τῶν ἐθνῶν τὰς διαλέκτους, καθὼς μεταβάλλει καὶ τὰ ἔθνη».
(Προλεγόμενα, σελ. 49-50)

4. «Τὸ πρῶτον βιβλίον ἑκάστου ἔθνους εἶναι τῆς γλώσσης του τὸ Λεξικόν, ἤγουν ἡ συνάθροισις καὶ ἔρευνα τῶν συμβόλων μὲ τὰ ὁποῖα ἐκφράζει τὰς ἰδέας του. Ἕως δὲν γένῃ ἡ συνάθροισις αὕτη, τὸ ἔθνος ὄχι μόνον δὲν ἐμπορεῖ ν’ ἀποκτήσῃ παιδείαν ἤ ν’ αὐξήσῃ τὴν ὁποίαν ἔχει, ἀλλὰ καὶ κινδυνεύει νὰ τὴν χάσῃ παντάπασι».
(Προλεγόμενα, σελ. 496)

5. «Γράφε μετὰ προσοχῆς καὶ μελέτης∙ ἐκρίζωσον ἀπὸ τὴν γλῶσσαν τὰ ζιζάνια τῆς χυδαιότητος, ὄχι ὅμως ὅλα πάραυτα μὲ τὴν δίκελλαν, ἀλλὰ μὲ τὴν χεῖρα καὶ κατὰ μικρὸν ἕν ὀπίσω τοῦ ἄλλου∙ σπεῑρον είς αὐτὴν τὰ Ἑλληνικὰ [ἀρχαῖα ἑλληνικὰ] σπέρματα, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ μὲ τὴν χεῖρα, καὶ ὄχι μὲ τὸν σάκκον*. Καὶ θέλεις ἀπορήσειν πῶς εἰς ὀλίγον καιρὸν καὶ αἱ λέξεις καὶ αἱ φράσεις σου ἐπέρασαν ἀπὸ τὸ βιβλίον εἰς τοῦ λαοῦ τὰ στόματα.
Οἱ λόγιοι ἄνδρες τοῦ ἔθνους εἶναι φυσικὰ οἱ νομοθέται τῆς γλώσσης, τὴν ὁποίαν λαλεῖ τὸ ἔθνος∙ ἀλλ’εἶναι (πάλιν τὸ λέγω) νομοθέται δημοκρατικοῦ πράγματος. Εἰς αὐτοὺς ἀνήκει ἡ διόρθωσις τῆς γλώσσης, ἀλλ’ ἡ γλῶσσα εἶναι κτῆμα ὅλου τοῦ ἔθνους , καὶ κτῆμα ἱερόν. Ὅθεν πρέπει νὰ ἀνακαινίζεται μὲ εὐλάβειαν καὶ ἡσυχίαν, καθὼς ἀνακαινίζονται τὰ ἱερὰ τῶν θεῶν, καὶ ὄχι μὲ τὴν θορυβώδη καὶ τυραννικὴν αὐθάδειαν, μὲ τὴν ὁποίαν ὑψώθη τῆς Βαβὲλ ὁ πύργος».

*Λέξις ἤ φράσις ἀκράτως Ἑλληνικὴ [ἐνν. ἀρχαία Ἑλληνική] εἰς τὴν κοινὴν ἡμῶν γλῶσσαν τότε μόνον εἶναι ἀναγκαία, ὅταν συνάδῃ καὶ συγχορεύῃ, νὰ εἴπω οὕτως, μὲ τὰς λοιπὰς λέξεις, ὅσαι τὴν γειτονεύουσιν, ὅταν ἦναι εἰς τοιαύτην θέσιν καὶ τόπον τῆς περιόδου τοιοῦτον, ὥστε ἐξηγῆται ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὰς λοιπὰς καὶ εἰς ἐκείνους ὅσοι δὲν ἔμαθον τὴν Ἐλληνικήν∙ άλλέως γίνεται “ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ” καὶ κατασχίζει καθὼς τὴν γλῶσσαν, οὕτω καὶ τῶν ἀκουόντων τὰ αὐτία».

Εκτύπωση Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο