Τρόποι οργάνωσης τού λεξιλογίου

 

Στην οργάνωση τού λεξιλογίου μιας γλώσσας μπορούμε να διακρίνουμε τρία επίπεδα ή πεδία ταξινόμησης: α) εννοιολογικό πεδίο, β) σημασιολογικό πεδίο, γ) ετυμολογικό πεδίο.

 

Εννοιολογικό πεδίο
Πρόκειται για ταξινόμηση τού λεξιλογίου με βάση τις έννοιες (π.χ. ΦΥΣΗ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΠΝΕΥΜΑ, ΑΓΑΠΗ, ΧΩΡΟΣ, ΟΜΟΡΦΙΑ, ΣΩΜΑ κ.λπ.). Παραδείγματος χάριν, η έννοια «σώμα» ή αλλιώς το υπερώνυμο «σώμα», δηλώνεται από σειρά λέξεων: κεφάλι, κορμί, χέρι, πόδι, καρδιά, στομάχι κ.λπ., που λειτουργούν ως υπώνυμα τού υπερωνύμου «σώμα».
Περαιτέρω, η έννοια «κεφάλι» (υπερώνυμο) περιλαμβάνει σειρά λέξεων: πρόσωπο, μάτια, μύτη, στόμα, μαλλιά κ.λπ. (υπώνυμα).
Περαιτέρω, η έννοια «στόμα» ως υπερώνυμο περιλαμβάνει λέξεις (υπώνυμα) όπως γλώσσα, χείλη, δόντια, ούλα κ.λπ. Όπως είναι φανερό, έχουμε εδώ ιεραρχική ταξινόμηση τού λεξιλογίου από λέξεις που εκφράζουν γενικές έννοιες ή εννοιολογικές κατηγορίες (υπερώνυμα) προς έννοιες που δηλώνουν ειδικές έννοιες ή υποκατηγορίες (υπώνυμα):
ΣΩΜΑ → κεφάλι, κορμί, χέρια…
ΚΕΦΑΛΙ → πρόσωπο, μάτια, στόμα…
ΣΤΟΜΑ → γλώσσα, χείλη, δόντια…

Σημασιολογικό πεδίο
Πρόκειται για ταξινόμηση τού λεξιλογίου με βάση τις σημασιολογικές σχέσεις (συνωνυμίας – αντωνυμίας – συνάφειας – ταυτοσημίας).
Έτσι, το σημασιολογικό πεδίο τού «δίνω» περιλαμβάνει τις συνώνυμες λέξεις δίνω, παρέχω, χορηγώ, προσφέρω, προσπορίζω, εγχειρίζω, απονέμω, πασάρω, παραχωρώ, χαρίζω, δανείζω, πουλώ, μεταβιβάζω, κληροδοτώ κ.λπ. μαζί με τα αντίθετά τους (αντώνυμα): παίρνω, λαμβάνω, δανείζομαι, πορίζομαι, αποκτώ, βουτάω, αρπάζω, αγοράζω, κληρονομώ κ.λπ. Εν προκειμένω, η γενική σημασία «δίνω» λειτουργεί, τρόπον τινά, ως υπερώνυμο, ενώ οι επιμέρους σημασίες λειτουργούν ως υπώνυμα.
Το σημασιολογικό πεδίο τής σημασίας «πρόσωπο» περιλαμβάνει τα συνώνυμα: πρόσωπο, όψη, μορφή, μούρη, μούτρο, φάτσα, μάπα κ.ά. (οι λέξεις αυτές δεν έχουν αντώνυμα).
Στο σημασιολογικό πεδίο τής σημασίας «στοργή», κοντά στα κατ’ εξοχήν συνώνυμα αγάπη, τρυφερότητα, φροντίδα, συνώνυμα όπως ενδιαφέρον, αφοσίωση, θαλπωρή, ζεστασιά έχουν συνάφεια προς τη στοργή, χωρίς να αποτελούν τα κύρια συνώνυμα. Τέλος, ζεύγη λέξεων τού τύπου πετεινός – κόκορας χαρακτηρίζονται «ταυτόσημα», διότι συμπίπτουν στη σημασία τους (χωρίς να συμπίπτουν κατ’ ανάγκην και σε όλες τις χρήσεις τους).

Ετυμολογικό πεδίο
Πρόκειται για ταξινόμηση τού λεξιλογίου με βάση την προέλευση των λέξεων σε σύνολα ομορρίζων (στην ίδια γλώσσα ή σε συγγενείς γλώσσες), καθώς και σε λέξεις παράγωγες ή σύνθετες προς την αρχική βάση («πρωτόθετο»).
Παραδείγματος χάριν, το ετυμολογικό πεδίο τής λέξης πόδι (αρχ. πούς, ποδός), προερχόμενο από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ped-, περιλαμβάνει ομόρριζα συγγενών γλωσσών (όπως αρχ. ινδικό pad-, λατινικό pes, pedis, γαλλικό pied, γερμανικό Fuß, αγγλικό foot, αρμενικό hit κ.ά.), καθώς και ελληνικά ομόρριζα, τα οποία είναι είτε παράγωγα (πεδ-ίο, πέδ-ιλο, *πεδ-jός > πεζός, πόδ-ι, πηδ-ώ κ.ά.) είτε σύνθετα (επί-πεδ-ο, *τετρά-πεδ-jα > τράπεζα, τροχο-πέδιλο, πεζο-πόρος, ποδό-σφαιρο κ.ά.) είτε ακόμη και παράγωγα των παραγώγων τους (πέδιλο > πεδιλ-άκι, πεζός > πεζ-ούλι, πηδώ > πήδη-μα), καθώς και των συνθέτων τους (πεζοπόρος > πεζοπορ-ία, ποδόσφαιρο > ποδοσφαιρ-ικός).

Σύγχρονη Σχολική Γραμματική για Όλους (Α΄ έκδοση) Αθήνα, ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, 2017

Εκτύπωση Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο