Γλωσσικὸς δυϊσμός: σημαινόμενο – σημαῖνον

Ἡ διάκριση «σημαινόμενο – σημαῖνον» πηγαίνει πίσω στοὺς Στωικούς, οἱ ὁποῖοι –μὲ τὸ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον ποὺ εἶχαν γιὰ τὴ γλώσσα– μελέτησαν τὴ σχέση «γλώσσας-νοῦ-κόσμου» καὶ καθιέρωσαν τὴ διάκριση τῆς λέξης ὡς σημείου σὲ σημαινόμενον καὶ σημαῖνον. Ὡστόσο, ἡ διάκριση αὐτὴ τῆς λέξης σὲ σημασία (σημαινόμενο) καὶ στὸν τρόπο δήλωσης τῆς σημασίας (σημαῖνον) ἀντιστοιχεῖ, στὴν πράξη, σὲ μια παλιά, εὐρύτερη καὶ γενικότερη διάκριση τῆς γλώσσας σὲ περιεχόμενο καὶ μορφή.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀνέδειξε καὶ καθιέρωσε τὴ διάκριση αὐτὴ στὴ γλωσσολογία καὶ δι’ αὐτῆς σὲ πολλοὺς ἄλλους χώρους τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν εἶναι ὁ Ferdinand de Saussure. Δημιουργώντας μια θεωρία τῆς λέξης καὶ τοῦ σημείου (signe) γενικότερα –αὐτὸς ἄλλωστε εἶναι ὁ εἰσηγητὴς τῆς μελέτης τοῦ γλωσσικοῦ σημείου καὶ μαζὶ τοῦ ὅρου σημειολογία (semiologie)– ὁ Saussure ἐμβάθυνε στὴ δομὴ τῆς λέξης ὡς μοναδικοῦ συμβατικοῦ συνδυασμοῦ ἑνὸς ὁρισμένου σημαινομένου (σημασίας) μὲ μια ὁρισμένη φθογγικὴ δήλωση (σημαίνοντος). 
Ἐπιμένει στὸ ὅτι ὁ συνδυασμὸς αὐτὸς εἶναι συμβατικὸς –ὄχι αἰτιώδης–, χρησιμοποιώντας μάλιστα τὸν σκληρὸ ὅρο «arbitraire» (αὐθαίρετος), ποὺ δὲν
εἶναι σήμερα ἀποδεκτός, καὶ σὲ σχέση μὲ τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τῆς λέξης δείχνει ὅτι καὶ τὸ σημαῖνον (ὅπως ἡ σημασία) εἶναι νοητικὴ ὀντότητα, εἶναι πληροφορία ποὺ ὑπάρχει στὸ μυαλό μας γιὰ τὸ πῶς δηλώνεται μία σημασία λέξης σὲ ὁρισμένη γλώσσα. Δοθέντος δὲ ὅτι αὐτὴ ἡ σχέση εἶναι συμβατικὴ («θέσει», τεθειμένη δηλαδὴ κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη), δὲν θὰ τὴν βροῦμε σὲ ἄλλες γλῶσσες, ἐκτὸς ἂν πρόκειται γιὰ γλῶσσες ποὺ συνδέονται γενετικὰ (ἀνήκουν στὴν ἴδια γλωσσικὴ οἰκογένεια). 
Σημαινόμενο καὶ σημαῖνον ἀποτελοῦν τὴν ἐσωτερικὴ πλευρὰ τοῦ γλωσσικοῦ σημείου (τῆς λέξης) καὶ στοιχοῦν ἐξωτερικὰ τὸ μὲν σημαινόμενο σὲ κάποιο ἀντικείμενο στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται (τὸ «αντικείμενο ἀναφορᾶς»), τὸ δὲ σημαῖνον σὲ μια διαδοχὴ φθόγγων ποὺ τὸ δηλώνουν ἠχητικὰ ἢ σὲ μια ὁρισμένη παράσταση γραμμάτων, συχνὰ ἱστορικὰ προσδιορισμένη («ἱ στορικὴ ὀρθογραφία»), ποὺ τὸ δηλώνουν στὸν γραπτὸ λόγο.
Αὐτὸς ὁ γλωσσικὸς δυϊσμὸς θὰ λέγαμε ὅτι εἶναι ἐγγενὴς στὴν ἀνθρώπινη γλώσσα. Σὲ ἐπίπεδο λέξης συνίσταται στὴν ἀντίθεση τῆς πληροφορίας ποὺ δίνει μία λέξη καὶ στὸν συμβατικὸ τρόπο δήλωσης αὐτῆς τῆς πληροφορίας· π.χ. ἡ σημασία «εἰρήνη», ποὺ δηλώνει συγκεκριμένη πληροφορία (ἀποφυγὴ πολεμικῆς σύγκρουσης, ἠρεμία κ.τ.ὅ.), δηλώνεται συμβατικὰ στὴν Ἑλληνικὴ μὲ τὴ διαδοχὴ τῶν φθόγγων ἢ ἀκριβέστερα τῶν φωνημάτων /i.r.ί.n.i./, τὰ ὁποῖα στὴν ἑλληνικὴ γραφὴ παριστάνονται μὲ τὰ γράμματα<εἰ.ρ.ή.ν.η.>.
Ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ ἐπικοινωνία εἶναι δυϊστική· ἔχει σημαινόμενο καὶ σημαῖνον· ἔχει τὸ ἐπίπεδο τοῦ μηνύματος ἢ τοῦ περιεχομένου ἢ τῆς πληροφορίας καὶ τὸ ἐπίπεδο τῆς μορφῆς, τῆς δήλωσης ἤ, ἀλλιῶς, τῆς ἔκφρασης τοῦ περιεχομένου. Σὲ κάθε περίπτωση, ἔχουμε τὸ τὶ καὶ τὸ πῶς. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὸ ἐπίπεδο τοῦ κειμένου. Κι ἐδῶ ἔχουμε περιεχόμενο καὶ μορφή, σημαινόμενο καὶ σημαῖνον. Προκειμένου μάλιστα γιὰ τὸ κείμενο, τὸ σημαινόμενο ἀπαρτίζεται ἀπὸ ἕνα σύνθετο σύνολο πληροφοριῶν μὲ πολλὲς λειτουργίες ποὺ ὁδηγοῦν καὶ σὲ ἀνάλογη σύνθετη μορφὴ τοῦ σημαίνοντος τοῦ κειμένου. Τέλος, ἐπειδὴ ἡ σχέση περιεχομένου καὶ μορφῆς δὲν εἶναι ποτὲ σχέση 1:1, ὑπάρχει πάντοτε ἡ δυνατότητα ἐπιλογῶν ποὺ εἶναι καὶ ἡ πιὸ δημιουργικὴ διαδικασία τῆς γλώσσας.
Τελικὰ, οἱ ὅροι τῶν Στωικῶν σημαινόμενον καὶ σημαῖνον, ἀφοῦ δηλώθηκαν ἀπὸ τὸν ἱερὸ Αυγουστίνο λατινιστὶ ὡς signatum και signans, καθιερώθηκαν Γαλλικὰ
ἀπὸ τὸν Saussure ὡς signifie καὶ signifiant μέσα ἀπὸ τὴν ἀπήχηση ποὺ εἶχαν στὸν γαλλικὸ δομισμὸ (Barthes, Levi-Strauss, Foucault, Lacan, Derrida κ.ἄ.).

(Από το βιβλίο τού Γ. Μπαμπινιώτη «Διαλογισμοὶ γιὰ τὴ γλῶσσα καὶ τὴ γλῶσσα μας»,σελ. 40 κ.εξ.)

Εκτύπωση Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο